Βόμβα από Παυλόπουλο: Σημάδια «κόπωσης» της χρηματο-πιστωτικής ολοκλήρωσης στην Ευρωζώνη. Οι νομικές αιτίες.
Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος συμμετέσχε σε ειδική διαδικτυακή συζήτηση, η οποία διεξήχθη στο πλαίσιο του 5ου Forum των Δελφών, με συντονιστή τον Καθηγητή κ. Χρήστο Γκόρτσο και ανέπτυξε το θέμα: «Η προϊούσα σχετικοποίηση της ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Δικαίου και οι επιπτώσεις της στην πορεία της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης». Κατά την συζήτηση αυτή ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής, ως προς την αποδυνάμωση του Κανόνα Δικαίου στο πεδίο της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης, κυρίως λόγω της αντίστοιχης αποδυνάμωσης της δημοκρατικής του νομιμοποίησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται περαιτέρω για τα δημοκρατικά θεμέλια της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
«Θεμελιώδης προϋπόθεση για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και, ιδίως, για την ολοκλήρωση της δομής της Ευρωζώνης είναι η τελική διαμόρφωση μιας αντιστοίχως ολοκληρωμένης «Ενιαίας Αγοράς», υπό το φως των κανονιστικών δεδομένων του άρθρου 26 παρ. 2 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία»: «Η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών». Πράγμα που σημαίνει, εν τέλει, ότι Ενιαία Αγορά σημαίνει, απαραιτήτως, οικονομική ολοκλήρωση εν γένει, μέσω της συνδυαστικής επιδίωξης και συντέλεσης της ανάλογης μικρο-οικονομικής αλλά και μακρο-οικονομικής ολοκλήρωσης.
Α. Η επίτευξη του ως άνω στόχου της ενιαίας Αγοράς έχει, με την σειρά της, ως εξίσου θεμελιώδη προϋπόθεση και την διαμόρφωση ενός κατάλληλου και επαρκούς ενιαίου χρηματοπιστωτικού χώρου, ικανού να ρυθμίσει αποτελεσματικώς τουλάχιστον τις βασικές παραμέτρους λειτουργίας του οικείου Τραπεζικού Συστήματος. Με απλές λέξεις, η εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενιαία Αγορά δεν μπορεί να οργανωθεί κατά τρόπο ολοκληρωμένο δίχως την αντίστοιχη Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, ιδίως σε ό,τι αφορά το οικείο Τραπεζικό Σύστημα.
Β. Από την άλλη πλευρά, συνιστά κοινό τόπο το γεγονός ότι μια τέτοια Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση μόνο με βάση τους απαραίτητους κανόνες δικαίου είναι δυνατό να επιτευχθεί, ιδίως ως προς το τραπεζικό της σκέλος. Και πάλι με απλές λέξεις, η Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να στηριχθεί κανονιστικώς μόνο πάνω στην αντηρίδα του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, με «σκληρό πυρήνα» την σταθερή κανονιστική βάση ενός ισχυρού Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Δικαίου.
Γ. Αυτό συνάγεται, μεταξύ άλλων, από τον ίδιο τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ως προς το ποιες θεωρεί ότι είναι οι κυριότερες συνιστώσες της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης. Ειδικότερα, κατά τον ορισμό αυτόν, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η αγορά για ένα συγκεκριμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών είναι πλήρως ενοποιημένη, εφόσον όλοι οι δυνητικώς μετέχοντες στην εν λόγω αγορά:
1. Πρώτον, υπόκεινται σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο κανόνων όταν αποφασίζουν να κάνουν χρήση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών.
2. Δεύτερον, έχουν ίσους όρους πρόσβασης σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή αυτές τις υπηρεσίες.
3. Και, τρίτον, έχουν ίσους όρους μεταχείρισης στην αγορά.
Δ. Εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση δεν νοείται χωρίς την -μεταξύ άλλων φυσικά- διαμόρφωση μιας καθ’ όλα «Ενιαίας Αγοράς», η οποία, από την πλευρά της, προϋποθέτει, αντιστοίχως, την Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση μέσω των κατάλληλων πλήρων -ήτοι leges perfectae- κανόνων δικαίου. Μια εμπεριστατωμένη όμως ανάλυση των Εθνικών Έννομων Τάξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, πρωτίστως, της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, αποδεικνύει ότι το ως άνω εγχείρημα της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης χωλαίνει επικινδύνως.
1. Και τούτο όχι τόσο διότι δεν υπάρχουν, εν προκειμένω, κανόνες δικαίου θεσμοθετημένοι με στόχο την επίτευξη της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης δια του θεσμικού οχήματος του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου. Όσο διότι οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι συνθέτουν το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο -κυρίως δε οι κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου, αλλά και οι συνακόλουθοι κανόνες δικαίου της Έννομης Τάξης των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- δεν διαθέτουν την απαιτούμενη προς τούτο κανονιστική δύναμη. Ενώ, παραλλήλως, πολλαπλασιάζονται επικινδύνως και νέοι «κανόνες δικαίου» χρηματοπιστωτικού περιεχομένου, οι οποίοι προέρχονται από ιδιωτικούς φορείς της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και δεν διαθέτουν πραγματική δημοκρατική νομιμοποίηση.
2. Από την ως άνω σειρά συλλογισμών συνάγεται ότι η κανονιστική δύναμη των, απαραίτητων για την Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, κανόνων δικαίου υπονομεύεται από την εγγενή και την επίκτητη σχετικότητα, η οποία πλήττει στην εποχή μας σχεδόν κάθε Κανόνα Δικαίου, και η οποία, όμως, προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στο πεδίο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου. Κάτι το οποίο πηγάζει από το ότι η κοινωνικοοικονομική υποδομή των κανόνων του Δικαίου τούτου μεταβάλλεται με πιο γρήγορους ρυθμούς, εξαιτίας της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της Τεχνολογίας. Έτσι ώστε όταν ο ερμηνευτής και εφαρμοστής τους -ιδίως δε ο Δικαστής- καλούνται να ενεργοποιήσουν, στην πράξη, την κανονιστική τους ισχύ, οι κατά τ’ ανωτέρω κανόνες δικαίου είναι ήδη ρυθμιστικώς ανεπαρκείς ή, ακόμη, και σχεδόν ξεπερασμένοι.
Ε. Αυτή την κανονιστική ανεπάρκεια των κανόνων του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου -έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης- καλούνται να καλύψουν:
1. Πρώτον, ο Νομοθέτης, προσαρμόζοντας την νομοθετική του πρωτοβουλία στα νέα δεδομένα και αξιοποιώντας, στο έπακρο, κάθε κατάλληλη τεχνοκρατική βοήθεια και συνδρομή κατά την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου.
2. Και, δεύτερον -αλλά και κατ’ εξοχήν- ο Δικαστής. Ο οποίος, φθάνοντας ως τα όρια της διαπλαστικής νομολογίας, κυρίως όταν θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας συγκεκριμένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλείται να προσαρμόσει, μέσω των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας και του συνδυασμού τους, την ρύθμιση του Κανόνα Δικαίου στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, δίνοντάς του έτσι «θεσμική ζωή», προκειμένου να συνεχίσει την ρυθμιστική του πορεία κατά την επιτέλεση της κανονιστικής του αποστολής».