Παυλόπουλος: Στα «Κυπριακά Ποιήματά» του ο Γιώργος Σεφέρης εξήγησε πώς και γιατί από την Κύπρο βλέπουμε «πλατύτερο τον τόπο μας»
Στο πλαίσιο του 5ου Συμποσίου Σεφέρη, που οργάνωσε ο Δήμος Αγίας Νάπας για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Ποιητή, αναγνώστηκε, από τον Καθηγητή κ. Γιώργο Γεωργή, η εισήγηση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκοπίου Παυλοπούλου με θέμα: «Η Κύπρος του Γιώργου Σεφέρη». Στην εισήγησή του αυτή ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Η σχέση του Γιώργου Σεφέρη με την Κύπρο παραπέμπει στον ομηρικό Τεύκρο τον Τελαμώνιο, τον εξόριστο μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, που κατέληξε στην Κύπρο για να χτίσει την Σαλαμίνα, «αντίδωρο» στο πατρικό του νησί δίπλα στην Αθήνα, όπου δεν αξιώθηκε να γυρίσει, τιμωρημένος από τον πατέρα του μιας και δεν μπόρεσε να υπερασπισθεί τον αδελφό του Αίαντα στην Τροία. Διόλου τυχαίο το ότι η συλλογή των 17 Κυπριακών Ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη -γραμμένων ήδη την περίοδο μετά το 1953, μόλις ο ποιητής πρωτογνώρισε την «θαλασσοφίλητη» Κύπρο, με την επισήμανση ότι βρέθηκε εκεί για λίγο και πριν, τον Δεκέμβριο του 1952, περνώντας μερικές ώρες στην Λεμεσό, όταν πήγαινε στον Λίβανο ως πρεσβευτής της Ελλάδας- με τίτλο «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄», έχει ως υπότιτλο τους άκρως συμβολικούς στίχους του Ευριπίδη από την τραγωδία «Ελένη» :..Ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας…» Το ξαφνικό «δέσιμο» του Γιώργου Σεφέρη με την Κύπρο, όπως συντελέσθηκε αμέσως μόλις «πάτησε το πόδι του» για πρώτη φορά στο μαρτυρικό Νησί, μοιάζει μ’ έναν «κεραυνοβόλο», πνευματικό και εθνικό, «έρωτα». Λες και ο ποιητής βρήκε στην Κύπρο μιαν άλλη «γη της επαγγελίας», εντελώς ιδιόμορφης επαγγελίας, που συναγείρει το πνεύμα για να γνωρίσει ολότελα νέους προσανατολισμούς στο πεδίο της δημιουργίας, η οποία ξεπερνάει την stricto sensu λογοτεχνία για να φθάσει στα «κράσπεδα» μιας πρωτόγνωρης εθνικής ανάτασης. Κάπως έτσι η Κύπρος πήρε τον Γιώργο Σεφέρη «ψυχοπαίδι της» αφού, πάντα κατά τον ίδιο, «στην Κύπρο το θαύμα λειτουργεί ακόμη» (Βαρώσια, Σεπτέμβρης 1955). Ποιο «θαύμα;» Μα το «θαύμα» πρωτίστως μιας εθνικής ενόρασης και επαγρύπνησης.
Α. Ξαναγυρίζω στις, άκρως ενδεικτικές και αντιπροσωπευτικές για την σχέση του με την Κύπρο, απαρχές της πορείας του Γιώργου Σεφέρη στα ματωβαμμένα χώματα του Νησιού. Οδηγός, με την αυθεντικότητα του αμάχητου τεκμηρίου, τα ίδια τα λόγια του στην πρώτη έκδοση των Κυπριακών του Ποιημάτων, διατυπωμένα στα Βαρώσια τον Σεπτέμβριο του 1955: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής εκτός από δύο (Μνήμη, Α΄ και Β΄) μου δόθηκαν το φθινόπωρο του 1953, όταν ταξίδεψα για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος που, όποιες και να είναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μπορεί και κρίνει την ανθρωπιά μας. Ξαναπήγα στο νησί το ’54. Αλλά και τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα Βαρώσια -ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό-, μου φαίνεται πως όλα κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις, εκείνου του αργοπορημένου φθινοπώρου. Η μόνη διαφορά είναι που έγινα από τότε περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός και συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα, η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη… .»Μέσ’ από τις προαναφερόμενες εξομολογήσεις του ιδίως στον φίλο του Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή και στην αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου, ο Γιώργος Σεφέρης αφήνει να φανεί καθαρά το πώς και γιατί από την Κύπρο, όπου «το θαύμα λειτουργεί ακόμη», μπορούμε να δούμε «πλατύτερο τον τόπο μας» και, συνακόλουθα, τον Ελληνισμό ως διαχρονική, μέσα στο διάβα των αιώνων, οντότητα και ολότητα, πέρα και έξω από σύνορα και άλλες, αμιγώς «συμβατικές», θεωρήσεις.
Β. Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Σεφέρης βρήκε στην Κύπρο έναν τόπο, «ακριβό» τμήμα του Ελληνισμού, όπου οι διαδοχικές κατακτήσεις και οι ανυπολόγιστες αιματοχυσίες δεν κατάφεραν να τον αποσπάσουν από τον «κόρφο» της Πατρίδας. Κι ακόμη περισσότερο, έναν τόπο που μέσ’ από τους νέους αγώνες του είναι προορισμένος να ξαναβρεί, μια για πάντα, την λευτεριά του από τα δεσμά της Βρετανικής αποικιοκρατίας. Μιας αποικιοκρατίας η οποία, παρά το επιφαινόμενο λόγω της διεθνούς «αίγλης» της Μεγάλης Βρετανίας, στο βάθος έκρυβε πτυχές βαρβαρότητας που δεν έδειξαν ως και κάποιοι από τους προγενέστερους κατακτητές του Νησιού. Με άλλες λέξεις, στην Κύπρο, «σε μια σποριά γης» που «πλέει» ανά τους αιώνες στα ταραγμένα νερά της Ανατολικής Μεσογείου, κυκλωμένη από εχθρούς που ακατάπαυστα την εποφθαλμιούσαν και την εποφθαλμιούν, ο Γιώργος Σεφέρης συνδέθηκε με την μοίρα της Ελλάδας εν γένει. Εκείνη την μοίρα, που από την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου και την άφιξη του Τεύκρου «γράφει» τον μέχρις εσχάτων αγώνα του Έθνους των Ελλήνων να υπερασπίσουν, απέναντι σε κάθε αδίστακτο «μνηστήρα», ανά τους αιώνες τον Τόπο τους και την εθνική τους ταυτότητα, μιλώντας μια γλώσσα η οποία κατέχει, παγκοσμίως, το «προνόμιο» της ακατάλυτης συνέχειας και υπηρετώντας ένα Πνεύμα αδάμαστης Ελευθερίας. Το Πνεύμα που αντιτάχθηκε σε κάθε είδους δεσποτισμό της Ανατολής και χάραξε, στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα, το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το Πνεύμα που άνοιξε το δρόμο στην Γνώση για να δημιουργήσει την «Σοφία», δηλαδή την Επιστήμη συνολικώς και να θέσει, εν τέλει, τα βαθιά και στέρεα θεμέλια του Πολιτισμού της Δύσης και, κυρίως, της Ευρώπης.
Γ. Μόλις τρία χρόνια αφότου «γνώρισε» την Κύπρο, ο Γιώργος Σεφέρης, και με την διπλωματική του ιδιότητα, άρχισε να βιώνει «στο πετσί του» το δράμα της Κύπρου, μέσα στο ζοφερό κλίμα που διαμόρφωνε το σκοτεινό «κράμα» εμμονής, υποκρισίας και αναλγησίας των Βρετανικών αρχών, μ’ «αιχμή του δόρατος» εκείνες, οι οποίες είχαν την ευθύνη συντήρησης του αποικιοκρατικού καθεστώτος στο Νησί. Ένας άνισος αγώνας αντίστασης είχε ξεκινήσει, με τους Αγωνιστές της Κύπρου αποφασισμένους να γράψουν νέες ιστορικές σελίδες, ανάλογες αυτών που καταγράφουν τα προγονικά «έπη» για την ανά τους αιώνες υπεράσπιση της Ελευθερίας. Κι εκείνο που πλήγωνε ακόμη πιο βαθιά τον Γιώργο Σεφέρη ήταν το γεγονός -το οποίο «ψυχανεμιζόταν» πολύ ενωρίς, λόγω και της τεράστιας διπλωματικής του εμπειρίας- ότι η Μεγάλη Βρετανία, εκτός από την επίδειξη αναλγησίας και ωμότητας, δεν δίσταζε να υποκινεί, για λόγους καθαρώς εκδικητικούς και με αποκλειστικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των αποικιοκρατικών της συμφερόντων, τις ως τότε σχεδόν ανύπαρκτες τουρκικές διεκδικήσεις, δήθεν για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Σ’ εκείνους τους χαλεπούς καιρούς πρέπει ν’ αναζητηθούν ως και οι αιτίες της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο, το 1974. Όπως στους ίδιους καιρούς έχουν τις ρίζες τους οι απροκάλυπτα κυνικές φιλοτουρκικές τάσεις της Μεγάλης Βρετανίας ως τώρα, αν αναλογισθεί κανείς την προκλητική της στάση για την έμμεση πλην σαφή δικαιολόγηση του καθεστώτος Ερντογάν, όταν κυρίως σήμερα παραβιάζει κάθε έννοια της συμφωνίας αναφορικά με το καθεστώς στα Βαρώσια. Και κανείς δεν πρέπει ν’ αμφιβάλει πια, ιδίως μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι κάθε άλλο παρά στηρίζει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Διεθνούς και, κυρίως, του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Δ. Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο» όταν πια έχει αρχίσει ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων κατά της Μεγάλης Βρετανίας, το 1955. Και μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος αναδύεται, σχεδόν χωρίς αναστολές από τον συγγραφέα, ο πραγματικός ρόλος της Μεγάλης Βρετανίας σχετικά με την Κύπρο. Τόσον ο ρόλος που αφορά τις ωμότητες -κατά την επιεικέστερη εκδοχή- κατά των Κυπρίων Αγωνιστών όσο και ο ρόλος που αφορά το πώς η Μεγάλη Βρετανία, με καθαρώς εκδικητική διάθεση, δημιουργεί, ex nihilo, το Κυπριακό υπό την οπτική γωνία της εμπλοκής της Τουρκίας σε αυτό, δήθεν για την διασφάλιση των δικαιωμάτων των τουρκοκυπρίων κατοίκων του Νησιού. Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Σεφέρης καταγράφει, με οργή, την απερίφραστη άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να δεχθεί οποιαδήποτε προοπτική αυτοδιάθεσης της Κύπρου, για το παρόν και το μέλλον. Πέραν τούτων, εξιστορεί τις συνθήκες, υπό τις οποίες συνήλθε η «Τριμερής Διάσκεψη» για την Κύπρο στο Λάνκαστερ Χάους του Λονδίνου, μεταξύ 29 Αυγούστου και 7 Σεπτεμβρίου 1955. Αυτή η «πρωτοβουλία» της Μεγάλης Βρετανίας είχε ως αποτέλεσμα την ευθεία αναγνώριση της Τουρκίας ως «ενδιαφερόμενου μέρους» για την μελλοντική τύχη της Κύπρου. Ας σημειωθεί ότι εκείνο που προκάλεσε περισσότερο την οργή του Γιώργου Σεφέρη εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας -όχι ότι η οργή του αυτή δεν άγγιξε και τους χειρισμούς της Ελληνικής Κυβέρνησης της εποχής για το Κυπριακό- ήταν το ότι, μέσω της μεθόδευσης της «Τριμερούς Διάσκεψης», η Τουρκία μπόρεσε να αναμειχθεί, για πρώτη φορά και ευθέως, στα πράγματα της Κύπρου, όταν το 1923, με την Συνθήκη της Λωζάνης, είχε ρητώς παραιτηθεί από κάθε τυχόν «δικαίωμα» και, συνακόλουθα, από κάθε παρεμφερή διεκδίκηση σε ό,τι αφορά την Κύπρο. Στην σκέψη του Γιώργου Σεφέρη μάλλον ξυπνούσε, από τα χρόνια του Τεύκρου, το «τέχνασμα» του «Δούρειου Ίππου», αυτή τη φορά μ’ «έμπνευση» της Μεγάλης Βρετανίας και «εισβολείς» στο μαρτυρικό Νησί τους Τούρκους. Δίχως αυτή την εκδικητική αθλιότητα της Μεγάλης Βρετανίας, με στόχο την αποτυχία του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων, η Τουρκία θα είχε υποχρεωθεί να τηρεί απαρέγκλιτα το Διεθνές Δίκαιο -και στην συγκεκριμένη περίπτωση την Συνθήκη της Λωζάνης, του 1923- και να μην έχει οιαδήποτε ανάμειξη στην πορεία της Κύπρου προς την αυτοδιάθεση και την επέκεινα διεθνή πορεία της, απαλλαγμένη πλέον από την Βρετανική αποικιοκρατία.
Ο Γιώργος Σεφέρης «έκλεινε» μέσα του την Κύπρο, με το μεγαλείο της ιστορίας της και την αγωνία της προοπτικής της, ως τις τελευταίες του στιγμές. Καθώς αναφέρει η Ιωάννα Τσάτσου, η αδελφή του, μόλις συνήλθε από την νάρκωση της εγχείρησης στον Ευαγγελισμό και πριν ξεψυχήσει, λίγες ώρες μετά, ρώτησε με πόνο: «Τι θα γίνει με το νησί, τι θα γίνει με το νησί;» Η διαίσθησή του δεν λάθευε, καθώς το σαράκι της δικτατορίας των συνταγματαρχών είχε αρχίσει να τρώει το κορμί του Ελληνισμού, με πρώτο «θύμα» την μαρτυρική Κύπρο. Άλλωστε είχε περικλείσει επιγραμματικά όλη αυτή την προφητική του διάθεση μέσα στο ακόλουθο απόσπασμα της ιστορικής δήλωσής του για την δικτατορία στο ΒΒC, στις 28 Μαρτίου 1969: «… Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό… Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή». Οφείλω δε από τον Μαρτυρικό τούτο Τόπο να υπενθυμίσω ότι το χρέος μας, ως Ελλήνων, επιβάλλει τον άνευ όρων και ορίων αγώνα για την εξεύρεση όχι μιας όποιας λύσης του Κυπριακού. Αλλά για την επίτευξη λύσης απολύτως σύμφωνης με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ήτοι λύσης που εξασφαλίζει στην Κυπριακή Δημοκρατία ομοσπονδιακή δομή υπό τις αυτονόητες εγγυήσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με μια διεθνή νομική προσωπικότητα, μια και ενιαία ιθαγένεια καθώς και πλήρη άσκηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, άρα δίχως στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Και δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι, ιδίως υπό την σημερινή συγκυρία, ο όρος «εγγυήσεις τρίτων», που δεν νοούνται για την Κυπριακή Δημοκρατία, αφορά όχι μόνον την Τουρκία αλλά και κάθε άλλο Κράτος, το οποίο δεν αποτελεί πλέον μέρος της Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης».