Κορκίδης: «Επιχειρήσεις, Επενδύσεις και Ευρωεκλογές»

Η ενίσχυση της καινοτομίας και των επενδύσεων, ιδιωτικών και δημόσιων, είναι ζωτικής σημασίας για μια ισχυρή ευρωπαϊκή και βεβαίως ελληνική οικονομία. Ωστόσο, οι πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν το 99,8% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό και έχουν πολύ περιορισμένες επιλογές για τη χρηματοδότηση των πιο ριψοκίνδυνων καινοτόμων και επενδυτικών σχεδίων τους. Οι θέσεις των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών οργανώσεων για τις Ευρωεκλογές βασίζονται στο Ευρωβαρόμετρο των ΜμΕ, στην έκθεση Letta για την ενιαία αγορά, στους 7 άξονες της ανταγωνιστικότητας, το «Μade in EU» και τα εθνικά σήματα, το «μανιφέστο» του ευρωπαϊκού εμπορίου 2024-2029, τις 8 βασικές τάσεις στην αγορά τροφίμων, τις επενδύσεις στις εργασιακές δεξιότητες, το «επιχειρηματικό μελίσσι» των 24,3 εκατ. ΜμΕ στην ΕΕ-27, τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων με χαμηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ, τα ευρωπαϊκά clusters, το ενεργειακό κόστος, το «net zero», τον πληθωρισμό και τις τιμές από τις γεωπολιτικές απειλές και τους γεωγραφικούς εφοδιαστικούς περιορισμούς TSCs.

Στη συζήτηση για τη χαμηλή ανάπτυξη της παραγωγικότητας στην Ευρώπη, για τη σημασία των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη δεξιοτήτων επιβάλλεται να προσφερθούν επαρκή ευρωπαϊκά προγράμματα για τη στήριξη της καινοτομίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Ωστόσο, το χάσμα στην αύξηση της παραγωγικότητας προκαλείται επίσης από τα εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν στην εσωτερική αγορά, όπως επισημαίνει η έκθεση Letta. Αυτά τα εμπόδια έχουν ως αποτέλεσμα βαρύ διοικητικό φόρτο και υψηλό κόστος συμμόρφωσης, μειώνοντας τόσο την κερδοφορία όσο και την ικανότητα επιχειρηματικής δραστηριότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ιδίως των μικρότερων επιχειρήσεων και εκείνων που επιθυμούν να αναπτυχθούν στην ενιαία αγορά. Ο μακροοικονομικός διάλογος, με συναντήσεις πάνω από μια διετία, όπου οι ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι ανταλλάσσουν απόψεις με τους εκπροσώπους της ΕΕ, της ΕΚΤ και του Eurogroup σχετικά με την οικονομική κατάσταση, δεν έδωσαν μέχρι σήμερα τις κατάλληλες πολιτικές απαντήσεις.

Οι μικρότερες επιχειρήσεις που επιθυμούν να καινοτομήσουν και να μεγαλώσουν αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση, η οποία είναι ελάχιστα διαθέσιμη για έργα με μεγαλύτερο κίνδυνο. Επιπλέον, δύσκολη είναι η βιώσιμη χρηματοδότηση λόγω των υψηλών απαιτήσεων στην υποβολή εκθέσεων που πρέπει να αποδείξουν ότι τα επενδυτικά έργα τους είναι πράσινα ή ότι συμβάλλουν στη διπλή μετάβαση. Ενδεχομένως λοιπόν μια βελτιωμένη πρόσβαση σε εναλλακτική χρηματοδότηση, όπως επιχειρηματικά κεφάλαια και αγορές μετοχών και ομολόγων, θα μπορούσε να τονώσει την καινοτομία και τις επενδύσεις των ΜμΕ. Τα χρηματοδοτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων δανείων και της τιτλοποίησης, χρησιμεύουν ως κρίσιμη υποστήριξη για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και θα πρέπει να επικεντρώνονται σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις με μεγαλύτερο κίνδυνο. Απαιτείται λοιπόν περισσότερη προσπάθεια για την πρόοδο με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγοράς, η οποία θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να κλιμακωθούν διατηρώντας παράλληλα τις επιχειρήσεις τους στην Ευρώπη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν φορολογικά κίνητρα σε ιδιώτες επενδυτές για τη χρηματοδότηση εταιριών και ρυθμιστικά πλαίσια που επιτρέπουν τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς.

Ως γνωστό απαιτούνται μεγάλα ποσά δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων για να πετύχει η ΕΕ τη πράσινη μετάβαση, που εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν τα 600 δις ευρώ μέχρι το 2030. Ταυτόχρονα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προκλήσεις για να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους με προβλήματα πρόσβασης στη χρηματοδότηση για τη πράσινη μετάβαση εν μέσω αυξανόμενων απαιτήσεων και δικαιολογητικών από τις τράπεζες. Τα πρότυπα υποβολής εκθέσεων ESG πρέπει να είναι απλά και προσαρμοσμένα στις δραστηριότητες και ιδιαιτερότητες, καθώς και τα κριτήρια για την απόδειξη της βιωσιμότητας είναι απαραίτητες βελτιώσεις για τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης των ΜμΕ. Επιπλέον, τα υψηλά ασφάλιστρα που σχετίζονται με τον κλιματικό κίνδυνο αποτρέπουν τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν σε ακριβές ασφάλειες, υπογραμμίζουν την ανάγκη για ευρωπαϊκή δράση και σε αυτόν τον τομέα. Πολλές μάλιστα αγορές δεν είναι σε θέση να μετακυλίσουν υψηλότερο κόστος στους πελάτες τους με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν στασιμότητα όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, ενώ η κερδοφορία τους μειώνεται. Συνολικά, η κατάσταση είναι χειρότερη στα βόρεια κράτη μέλη λόγω των ισχυρότερων επιπτώσεων στη βιομηχανική ενέργεια και των ισχυρότερων επιπτώσεων. Οι νότιες χώρες την ίδια στιγμή εξακολουθούν να επωφελούνται από την ανάκαμψη στον τουριστικό τομέα.

Το τελευταίο βαρόμετρο της ΕΕ για το σύνολο των επιχειρήσεων παρέχει μια αρκετά αρνητική προοπτική για τις μικρές εταιρείες. Οι επενδύσεις παραμένουν κυρίως σε αναμονή λόγω των υψηλών επιτοκίων και η αύξηση των λειτουργικών δαπανών δημιουργεί περαιτέρω πίεση στην κερδοφορία στους κλάδους έντασης εργασίας. Δίπλα στους άμεσους παράγοντες κόστους, πρέπει παράλληλα να αντιμετωπισθεί μια στάσιμη παραγωγικότητα λόγω των γραφειοκρατικών και κανονιστικών απαιτήσεων μιας αναποτελεσματικής κεντρικής διοίκησης. Οι μικροί και μικρομεσαίοι της αγοράς ενώνουμε την Ευρώπη και μπορούμε να κινητοποιήσουμε κάθε πολιτική δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο να δεσμευτεί για τη χρηματοδότηση μας, ώστε να κάνουμε την καινοτομία και τη δίδυμη μετάβαση από στόχο, πραγματικότητα σε κάθε χώρα ανεξαιρέτως. Από τις 6 εώς τις 9 Ιουνίου 2024 ο κάθε Ευρωπαίος πολίτης έχει το δημοκρατικό δικαίωμα να εκφράσει τα αιτήματά του ψηφίζοντας στις Ευρωεκλογές. Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν όλοι μαζί οι μικρομεσαίοι της ευρωπαϊκής αγοράς τη δύναμη της ψήφου μας για να διαμορφώσουμε το κοινωνικό και οικονομικό μέλλον που επιθυμούμε.