Όταν ο Βενιζέλος πρότεινε τον Κεμάλ για το βραβείο Νόμπελ

Γράφει ο Τάκης Κάμπρας

Για πρώτη φορά στην ιστορία των δυο χωρών, γίνεται η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης και κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Ήταν 29 Οκτωβρίου 1930.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν αρκείται στο Ελληνοτουρκικό «Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας» που υπογράφει στην Άγκυρα με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού(παρουσία του Κεμάλ Μουσταφά Ατατούρκ), αλλά προτείνει και τον Κεμάλ να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης!!! Σύμφωνα με τους Βενιζελικούς, λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, θέλησε εμπράκτως να επιλύσει κάθε διαφωνία με την Τουρκία, γιατί θεωρούσε πως μόνο μέσα από μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε η χώρα να γυρίσει σελίδα.

Ο Ελ. Βενιζέλος στην Άγκυρα


Ο Βενιζέλος και η συνοδεία του επιβιβάζονται στο πολεμικό πλοίο «Λέοντας» και φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί με έκτακτο τρένο ξεκινούν χωρίς καθυστέρηση για την Άγκυρα. «Ήταν άλλο ένα έκτακτο τρένο, στοοποίο βρισκόταν ένα συνεργείο της αμερικανικής εταιρίας ΦΟΞ, πουκινηματογραφούσε τα πάντα για να στείλει σε όλο τον κόσμο εικόνες από την συνάντηση των δύο ηγετών. Ήταν ένα γεγονός μεγάλης εμβέλειας. Μάλιστα το δικό μας τρένο σταμάτησε σ’ ένα σταθμό για να περάσει μπροστά το τρένο των
Αμερικανών, ώστε να καταγράψουν την άφιξή μας στην Άγκυρα».

Η αποστολή καταλύει στο ξενοδοχείο «Άγκυρα Παλλάς», «απ’ όπου δεν βγαίναμε από τον φόβο μας ούτε για μια βόλτα. Βέβαια, η Άγκυρα ήταν τότε χωριό. Μόνο μια φορά βγήκαμε λιγάκι έξω στο δρόμο και μας πλησίασε ένας Τουρκοκρητικός, να μας ρωτήσει γιατί καθόμαστε συνέχεια μέσα. «Μην φοβάστε», μας είπε. «Εμείς σας
φυλάμε μέρα-νύχτα”».

Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν μια επιβλητική φιγούρα. «Εμείς τότε δεν ξέραμε πόσο βάναυσος ήταν και πόσο σκληρός. Είδαμε όμως ότι σαν άνθρωπος ήταν πολύ ισχυρός, επεβάλλετο μόνο με την παρουσία του. Το βάδισμά του, οι τρόποι του, το βλέμμα του, τους κρατούσαν όλους σε απόσταση. Κανένας δεν τον πλησίαζε, όλοι έστεκαν μακριά του».

Ο ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους κάλεσε την ελληνική αποστολή στο  σπίτι του, σ’ ένα λόφο πάνω από την πόλη, «ένα σπίτι που, απ’ ό,τι μας έλεγαν οι ξένοι, δεν είχε πατήσει ποτέ ούτε βουλευτής. Ήταν μεγάλο και καθώς μπήκαμε  στο σαλόνι μάς πήγε σε μια γωνιά, όπου ήταν κρεμασμένος ένας πίνακας. Τον
γυρίζει ανάποδα και βλέπουμε κάτι γράμματα.
Ήταν η καινούργια γραφή που επέβαλε ύστερα από λίγους μήνες. Μας εξήγησε ότι είχε ζητήσει από καθηγητές του πανεπιστημίου εδώ κι ένα χρόνο να του φτιάξουν την καινούργια γραφή, αλλά επειδή είχαν καθυστερήσει, είχε φτιάξει μόνος του την αλφάβητο και μας την έδειξε».

Στην μεγάλη δεξίωση στο «Άγκυρα Παλλάς»είχε συγκεντρωθεί όλος ο πολιτικός κόσμος της τουρκικής πρωτεύουσας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκε με τον Μουσταφά Κεμάλ σε μια διπλανή αίθουσα και όταν άνοιξαν οι πόρτες της κεντρικής σάλας, όπου βρίσκονταν όλοι, πιάνει ο Κεμάλ αγκαζέ τον Βενιζέλο και αρχίζουν να περπατούν.

Ο κόσμος λες και σχίστηκε στα δύο, για να περάσουν ανάμεσά
τους.
Διέσχισαν την αίθουσα και πήγαν στην άλλη άκρη, όπου έκατσαν και συζήτησαν οι δυο τους για αρκετή ώρα, χωρίς κανέναν άλλο». Η Ιστορία θέλει τον Κεμάλ να μιλά εκείνο το βράδυ ελληνικά στον Βενιζέλο.

Κάποιοι, σήμερα, θεωρούν ότι το σύμφωνο αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι τα δύο κράτη μπορούν και τώρα να ξεπεράσουν τις εθνικές τους «σιωπές» καθώς και τότε, οι δύο προαιώνιοι αντίπαλοι δημιούργησαν το κατάλληλο έδαφος της ειρηνικής συμβίωσης, συνύπαρξης και συνεργασίας. Εμμέσως πλην σαφώς, θέλουν έτσι να στείλουν μήνυμα πως χρειάζεται επαναπροσέγγιση του ζητήματος με κύριο στόχο την ειρηνική – δεν είναι σε θέση να γνωρίζω τον τρόπο – συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων.

Θα πείτε: τότε δεν υπήρξαν αντιδράσεις; Βεβαίως και υπήρξαν κυρίως των προσφύγων, τους οποίους όμως ο Βενιζέλος απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Δηλαδή, με την κατηγορία του εχθρού του κράτους. Το Ιδιώνυμο είχε ψηφιστεί για να κατασταλεί η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος.

Οι συνθήκες τότε, με τις σημερινές μοιάζουν; Αρκεί να πούμε πως αυτές οι ενέργειες του Βενιζέλου, έπονται της μικρασιατικής καταστροφής του 1922.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Βενιζέλος δέχθηκεέντονη κριτική από την αντιπολίτευση αλλά και από μια μερίδα του κόμματός του για προσπάθεια υπονόμευσης της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος όμως ήδη είχε αποφασίσει να αλλάξει «γραμμή πλεύσης».

Μάλιστα, το 1930 σε συζήτηση στη Βουλή, θα τονίσει τη σημασία του αγώνα για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη, σωματική και πνευματική υγεία, υλική και διανοητική ανάπτυξη, υπογραμμίζοντας ότι «αποτελεί ένα ιδανικόν πολύ ανώτερο (του πολέμου) πολύ συμφωνότερον με τας ιδικάς μας παραδόσεις».

Επίσης, τον Μάϊο του 1930, στη Θεσσαλονίκη,θα αναφερθεί στη ρομαντική απορρόφηση του ελληνικού λαού από τη Μεγάλη Ιδέα.

Δε διστάζει μάλιστα στην τελετή μετακομιδής των οστών του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη (το 1930) να δηλώσει στον πανηγυρικό του λόγο ότι οι αγώνες εθνικής αποκατάστασης τερματίστηκαν και να καλέσει τις νεότερες γενιές να διαπρέψουν στο στίβο της επιστήμης.

Δηλαδή, επιχειρεί με όλες του τις δυνάμεις να αποφορτίσει το «πολεμικό» κλίμα ανάμεσα στις δυο Χώρες με δηλώσεις που προκαλούν το «εθνικό» αίσθημα, όπως για παράδειγμα: «Όλοι επίσης γνωρίζουν ότι Τούρκοι και Έλληνες, ιδίως οι Έλληνες της Μ. Ασίας και του Πόντου, έχουν εις πολύ μεγάλην αναλογίαν κοινόν το αίμα…».

Σαν να λέγαμε σήμερα ότι ήθελε το «σοκ» της νέας πολιτικής του να το εφαρμόσει με άλλο ένα «σοκ» δηλώσεων και ενεργειών (παρακάτω θα δείτε μια ενέργειά του, η οποία είναι ιδιαιτέρως σοκαριστική).

Η ελληνική πλευρά οδηγήθηκε στην υπογραφή της Συνθήκης (υπογράφτηκε στην Άγκυρα, ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού, τον Τεβφρήκ Ρουσδή και τον υπουργό εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο), επειδή είχε γίνει αποδεκτή η πρόθεση της φασιστικής Ιταλίας να δημιουργηθεί ένας άξονας Ρώμης-Αθήνας-Άγκυρας και ένα σύστημα τριμερούς συνεργασίας και θα είχε ως βάση ένα σύνολο διμερών συμφωνιών. Αποτέλεσμα αυτού του συγκεκριμένου πολιτικού οράματος υπήρξε η ελληνοτουρκική Συμφωνία της Άγκυρας του 1930, με την οποία αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος. Μέχρι τότε -όσον αφορά το διεθνές δίκαιο- οι περιουσίες των «ανταλλαχθέντων» παρέμεναν υπό την ιδιοκτησία των ιδιοκτητών τους, μόνο που τα δύο κράτη είχαν αποφασίσει να είναι διαχειριστές των περιουσιών αυτών.

Οι μνήμες από τις σφαγές ήταν ακόμη νωπές και πλήγωναν τον ελληνισμό, αλλά η χώρα όφειλε να προχωρήσει κλείνοντας τα μέτωπα του πολέμου. Εκτός από το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας, τον Ιούνιο του ίδιου έτους είχε υπογραφεί και Οικονομικό Σύμφωνο μεταξύ των δύο χωρών.

Με την υπογραφή του συμφώνου επισφραγίστηκε και γραπτώς η επιδιωκόμενη φιλία μεταξύ των δυο κρατών, που μετά από αλλεπάλληλες πολεμικές αναμετρήσεις, έπρεπε να κερδίσουν χρόνο για την ειρήνη και την αναδιοργάνωσή τους.

Εδώ, πρέπει να επισημανθεί ότι η συνθήκη φιλίας δημιουργούσε και κάποιες αμοιβαίες «υποχρεώσεις» οι οποίες έπρεπε να τηρούνται αυστηρά και από τις δυο πλευρές.

Έτσι: Υποχρεούνταν πλέον να μην υπογράψουν κανένα σύμφωνο, με άλλη χώρα που θα στρεφόταν κατά της Ελλάδας ή της Τουρκίας αντίστοιχα.

-Αναγνωριζόταν το δικαίωμα προσφυγής για επίλυση των διαφορών τους αρχικά με τη μέθοδο της συνδιαλλαγής μεταξύ των δύο πλευρών και σε περίπτωση αποτυχίας, στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης.

Συμφωνήθηκε η ουδετερότητα της μίας χώρας σε περίπτωση που η άλλη δεχόταν επίθεση από μία τρίτη. Ίσχυε για πέντε χρόνια και μπορούσε να ανανεωθεί εάν το ήθελαν οι αρχηγοί των δυο κρατών.

Κατά το επίσημο γεύμα που ακολούθησε την υπογραφή του Συμφώνου ο Ελ. Βενιζέλος τόνισε στην πρόποση που έκανε: 

«΄Οταν προ δύο ετών με επροσκαλέσατε να σας επισκεφθώ,… Διά της χειρονομίας, αυτής ηθέλησα να διατρανώσω την στερράν απόφασιν της Ελλάδος, όπως θεωρή την συνθήκην της Λωζάννης ως έναν οριστικόν διακανονισμόν του μεταξύ των δύο χωρών υφισταμένου εδαφικού καθεστώτος. Πράγματι, δεδομένου ότι αφ’ ενός η Τουρκία είχε παύση να είναι μία αυτοκρατορία, καταστάσα κράτος καθαρώς εθνικόν, και αφ’ ετέρου η Ελλάς είχε συμπληρώση την εθνικήν της ενότητα, η συνεννόησις μεταξύ των δύο χωρών επεβάλλετο. Τοιουτοτρόπως, δια της δυνάμεως των πραγμάτων είχεν εγκαινιασθή μία νέα περίοδος εις τας σχέσεις των δύο χωρών. Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον ερχόμεθα να σας τείνωμεν ειλικρινώς το χέρι και να δηλώσωμεv ότι ο μακραίων ανταγωνισμός ετερματίσθη οριστικώς…  Εγνώριζα ότι θα προσεκρούαμεν εις τας ιδίας δυσχερείας, ότι θα αντιμετωπίζαμεν μίαν επίμονον αντίδρασιν, ότι αμφότεροι θα κατηγορούμεθα ως επιλήσμονες του παρελθόντος, αλλά ταυτοχρόνως είχα την ακλόνητον πεποίθησιv ότι εκοπίαζα και ηγωνιζόμην σκληρώς, ότι εν τη χώρα ταύτη είχα εν τω προσώπω υμών έναν γενναίον συνεργάτην.»
Και ο Ελ. Βενιζέλος κατέληξε:
«Τίποτε δεν χωρίζει πλέον τας δύο χώρας. Πλείονα του ενός δεδομένα μάς συνδέουν: η γειτονία του Αιγαίου, το οποίον, μακράν από του να χωρίζη τας δύο χώρας μας, απστελεί μέσον διαρκούς επαφής αναμεταξύ των, μία μακρά εξοικείωσις των δύο λαών, οι οποίοι έζησαν επί αιώνας ο εις παρά το πλευρόν του άλλου και εδιδάχθησαν τοιουτοτρόπως να εννοή ο εις τον άλλον, ν’ αλληλοεκτιμώνται και ν’ αλληλοσυμπληρούνται, και, τέλος, το σπουδαίον γεγονός ότι αμφότεροι κατήργησαν την μοναρχίαν, υιοθετήσαντες την δημοκρατίαν.»

Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, οι Τούρκοι ηγέτες τον διαβεβαίωναν πως εφεξής θα θεωρούσαν «σαν δικά τους τα βαλκανικά σύνορα της Ελλάδος και δεν θα δέχονταν να παραβιασθούν εις βάρος της Ελλάδος».

 Ο Κεμάλ από την πλευρά του πίστεψε πως µμπορούσαν να γίνουν ειρηνικές πράξεις. Δέχθηκε έτσι την πρόταση του Βενιζέλου για ανταλλαγή των πληθυσµών, η οποία ήταν εις βάρος του, διότι ήθελε να τελειώνει πλέον η εχθρότητα µε µια πραγµατική ελληνοτουρκική φιλία.

«΄Ολα αυτά τα έκανα», είπε ο Κεµάλ για τη φιλία του µε την Ελλάδα, «διότι η Ελλάδα είχε γίνει πλέον κράτος. Δεν της χρειάζονταν οι καθοδηγητές, γι’ αυτό κι εγώ αποφάσισα να δω την Ελλάδα ως Ελλάδα και όχι ως όργανο των χριστιανών. Και γι’ αυτό πιστεύω στην ελληνοτουρκική φιλία. Θα πρέπει εδώ να προσθέσω ότι ο Πατριάρχης της Ορθοδοξίας εγκατεστημένος στην Ινσταµπούλ (Κωνσταντινούπολη) δεν ήταν δυναµική απόφαση της µικρής Ελλάδας, αλλά των ξένων χριστιανώνv»…

Ο Κεµάλ πίστευε ότι «οι Έλληνες ήταν τα πρόβατα από τους πραγματικούς εχθρούς µας, µε το πρόσχηµα και την ανοησία χριστιανισμού και ορθοδοξίας που ήθελαν να δημιουργήσουν ένα χριστιανικό κράτος εναντίον µας… Οι Έλληνες επί αιώνες συνεργάζοντο µαζί µας. Ακόµα και στη δηµόσια ζωή µας πρεσβευτές έλληνες προστάτευαν τα τουρκικά συμφέροντα…

΄Οταν οι χριστιανοί δηµιούργησαν ένα µεγάλο ελληνικό κράτος µε την κατάληψη της Σµύρνης και των παραλίων της Μικράς Ασίας, τότε αποφάσισα να σώσω την πατρίδα µου. Τα σφάλµατα του σουλτάνου πιθανόν µας είχαν εξαφανίσει από τον χάρτη και ως πραγµατικά τουρκικό έθνός. Οι χριστιανοί προχωρούσαν να διαλύσουν την Τουρκία. Αρκετά, είπα, η Τουρκία θα σωθεί.
Αυτά που είπα είναι για να καταλάβουν πως οδήγησαν τους έλληνες να διαλύσουν την Τουρκία. Από τότε όµως που οι Έλληνες έγιναν κράτος πίστευα ότι µμπορούσαν να κρατήσουν ό,τι ελληνικό υπάρχει, για να σταματήσει για πάντα ο πόλεµος µεταξύ µας. Γι’ αυτό επιζητώ την ελληνοτουρκική φιλία»…

Τον Οκτώβριο του 1931, στο πλαίσιο της έναρξης των Β΄ Βαλκανικών Αγώνων Στίβου στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας έδωσε το παρόν και ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού, που είδε τους αγώνες από κοντά και ειδικά τις προσπάθειες των Τούρκων αθλητών.

Η υποδοχή που του επιφύλαξε ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν θερμή.

Η Αθήνα ήταν σημαιοστολισμένη με τις ελληνοτουρκικές σημαίες από το κέντρο μέχρι το λιμάνι του Πειραιά, από όπου αποβιβάστηκε.

Ο κόσμος που κατέβηκε στους δρόμους συμπλήρωσε το θεατρικό σκηνικό της ένθερμης υποδοχής.


Και φτάσαμε σε μια ακόμα σοκαριστική του ενέργεια. Ο Βενιζέλος, θέλοντας να επισφραγίσει την ειλικρινή θέληση του για ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των δυο λαών, πρότεινε στην Επιτροπή των Νόμπελ την βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων)- με το Νόμπελ Ειρήνης, Μάλιστα, στο κείμενο που έστειλε στην Επιτροπή, ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: «πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης».

Βέβαια, η πρόταση προκάλεσε αίσθηση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη.

Το κείμενο της πρότασης του Μ. Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης από τον Ε. Βενιζέλο

Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1934

Κύριε Πρόεδρε,

Για περίπου επτά αιώνες ολόκληρη η Μέση Ανατολή και
μεγάλο
 τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης αποτέλεσαν θέατρο
αιματηρών
 πολέμων. Κύρια αιτία γι αυτούς ήταν η Οθωμανική
Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων.

Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι του
Σταυρού εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν
και οι διαδοχικές εξεγέρσεις όλων αυτών των λαών που προσέβλεπαν
στην απελευθέρωσή τους δημιουργούσαν μια κατάσταση πραγμάτων
που θα παρέμενε μόνιμη πηγή κινδύνων όσο η Οθωμανική
Αυτοκρατορία διατηρούσε τα ‘ίχνη που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.

Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το
εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε επί των
αντιπάλων του, έθεσε οριστικά τέλος σ’ αυτή την κατάσταση
αστάθειας και μισαλλοδοξίας.

Πράγματι, σπάνια στη ζωή ενός έθνους πραγματοποιήθηκε σε
τόσο λίγο χρόνο μια αλλαγή τόσο ριζική.

Μια παρακμάζουσα αυτοκρατορία που ζούσε υπό θεοκρατικό καθεστώς στο οποίο οι έννοιες του δικαίου και της θρησκείας συγχέοντανμετατράπηκε σ` ένα εθνικό και σύγχρονο κράτος, γεμάτο
ενέργεια και ζωή.

Με την ώθηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ
το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταλύθηκε και
το κράτος κατέστη αληθινά κοσμικό.
Το έθνος ολόκληρο στράφηκε
προς την πρόοδο, με την θεμιτή φιλοδοξία να ενταχθεί στην
πρωτοπορία
των πολιτισμένων λαών.

Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης προχώρησε
από κοινού με όλες εκείνες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που
προσέδωσαν στο νέο κυρίως εθνικό κράτος της Τουρκίας τη
σημερινή του μορφή.
 

Πράγματι η Τουρκία δεν δίστασε να
αποδεχθεί ειλικρινά την απώλεια επαρχιών όπου κατοικούσαν
άλλες εθνότητες και, ικανοποιημένη πραγματικά με τα εθνικά
και πολιτικά της σύνορα όπως καθορίστηκαν από τις Συνθήκες,
έγινε αληθινός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.

Είμαστε εμείς οι Έλληνες που αιματηροί αγώνες αιώνων μας
είχαν φέρει σε κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με την Τουρκία
οι πρώτοι που είχαμε την ευκαιρία να αισθανθούμε τις συνέπειες
αυτής της βαθιάς αλλαγής στη χώρα αυτή, διάδοχο της παλιάς
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Από την επόμενη μέρα της Μικρασιατικής καταστροφής,
διαβλέποντας την δυνατότητα συνεννόησης με την αναγεννημένη
Τουρκία, που προέκυψε από τον πόλεμο ως εθνικό κράτος,
της απλώσαμε το χέρι και το δέχτηκε με ειλικρίνεια.

Από αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί να χρησιμεύσει ως
παράδειγμα για τη δυνατότητα συνεννόησης ακόμη και μεταξύ λαών
που τους χώρισαν οι πιο σοβαρές διαφορές, όταν αυτοί διαποτιστούν
με την ειλικρινή επιθυμία για ειρήνη, προέκυψαν
  μόνο καλά,
τόσο για τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και για τη διατήρηση
της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.

Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολύτιμη συμβολή στην
ειρήνη δεν είναι
άλλος από τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας
Μουσταφά Κεμάλ Πασά.

Έχω λοιπόν την τιμή ως αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930,
όταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού
συμφώνου σηματοδότησε μια
νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη,
να υποβάλλω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για
την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη.

Με βαθύτατη εκτίμηση

Ε.Κ.Βενιζέλος

Ο Ξενοφών Ζολώτας

Το καλοκαίρι του 1937 ο πρώην πρωθυπουργός Ξενοφών Ζολώτας επισκέφθηκε την Άγκυρα ως πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου της Ελλάδας. Για τη συνάντησή του με τον Κεμάλ Ατατούρκ γράφει:
«Όλως εξαιρετικώς ο Πρόεδρος της Τουρκίας Κεμάλ Ατατούρκ έδειξε ενδιαφέρον…
Όταν πλησίασα με χαιρέτησε με μεγάλη θερμότητα και μου είπε ότι είναι θερμός φίλος της Ελλάδος και χαίρει δια την παρουσία μου στη δεξίωσή του. Μου προσέθεσε ότι επιθυμεί στενοτέρα σύσφιγξη των σχέσεων Ελλάδος -Τουρκίας. Στη συνέχεια έπλεξε το εγκώμιο του Ελευθερίου Βενιζέλου, του οποίου εθαύμαζε το πνεύμα και τις ικανότητες…

Ομολογώ ότι δεν περίμενα αυτή τη θερμή συμπεριφορά του Κεμάλ Ατατούρκ σχετικώς με την Ελλάδα. Μου έμεινε δε η εντύπωση ότι τα αισθήματά του ήταν αυθόρμητα και ειλικρινή.»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *