«Πέντε μάγκες στον Περαία»… – Η ιστορία του ρεμπέτικου
Tου Αντώνη Ι. Αντωνόπουλου
“Πέντε μάγκες στον Περαία
πέρναγαν απ’ τον τεκέ
ένας είπε απ’ την παρέα
πα να πιούμε ένα αργιλέ
Μπήκαν μέσα να φουμάρουν
φώναξαν τον τεκετζή
φτιάξε ένα αργιλέ αφράτο
με Περσίας τουμπεκί
Γειά σου Αντωνάκη μου λεβέντη!
Δύο τάλαρα τον δίνεις
τρία θα πληρώσουμε
αν η γκλάβα μας γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε
Φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί
Γειάσου Γιοβάν Τσαούς !
Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες
Πάμε `κεί στου Κουνελάκη
έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε
να μην πάμε στον τεκέ
Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες
Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Περαιά Κρεμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στην σπηλιά την κουρελού
Όοοπα!”
Στα ρεμπέτικα μονοπάτια του Πειραιά η παρέα με τους πέντε μάγκες στο περίφημο άσμα του Γιοβάν Τσαούς, έμελλε να γράψει τη δική της ιστορία στις πειραιώτικες φτωχογειτονιές και στο ρεμπέτικο τραγούδι. Μάγκες, με την έννοια της λέξεως εκείνης της εποχής. Μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της όμως ένα δυνατό άρωμα… που αναδύει μέχρι και σήμερα. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρει με την ιδιαίτερη γραφή του για τα πρόσωπα αυτά, ο Μπάμπης Κ. Μώκος :
- Αργύρης Τζώρτζης, περιβόητος σαμανταντζής, λιγομίλητος …παραπαίδι, προστατευόμενος του μεγαλόμαγκα Νίκου Σκριβάνου,του φόβητρου του Πειραιά. Στέκι του η Πειραική ,το Ξαβέρι και η Τρούμπα.
- Βαγγέλης Βετούλας,ο μυστήριος.Με σωματοδομή που φόβιζε και φίλους του ακόμη. Σύχναζε στον Κερατόπυργο(Κερατσίνι_),
παλιός… κοντραμπαντζής στο λιμάνι και…νταραβεριντζής στη Δραπετσώνα και στα Βούρλα.
- Νίκος Μάθεσης.Κουλουριώτης περίφημος μάγκας στην αγορά του Πειραιά.Για τον ίδιο φημολογείται ότι σε καυγά και παρεξήγση έχωσε ένα πηρούνι στα …πισινά του Μάρκου του Βαμβακάρη.(;)Βαρύς και εκδικητικός.Όταν δεν γουστάριζε κάποιον, έλεγε: «Κι’αυτουνού,του τά’χω…μαζεμένα!».Ο πατέρας του είχε ψαράδικο,αλλά λόγω του χαρακτήρα του ποτέ δεν ταίριασε με την οικογένειά του.Ο περιβόητος τρελλάκιας .Τραγούδι : «Ο Νίκος ο Τρελλάκιας» .Αν.ΔελιάςΕίχε φιλοξενηθεί δύο φορές στη στενή.Τη δεύτερη επειδή …πιστόλισε τον Στρίγκλα,περιβόητο μάγκα τη Φρεαττύδας.Προρωπικός φίλος,αδελφικός του Κώτσου του Κεφάλα,βαρύμαγκα στην Τρούμπα.
- Μαρίνος Βογιαντζής.Ο…ταξιντζής.
Αχώριστος φίλος του Μάθεση.Μόνιμος
στην Τρούμπα και τα Λεμονάδικα.Ογκώδης με παχύ μουστάκι και πάντα δίπλα του τον …Μούργο,τον αγαπημένο του σκύλο.( Αμέτρητες οι φωτό).
- Κώστας και Σωτήρης Περιβόλας.Αδέλφια από τα Βουρλά της Σμύρνης. Χρόνια στην παρανομία ,περιβόητοι νταήδες και …μαγαζατόροι. Μάνα τους η Ελλη Τενεκίδου.”
Στη δεκαετία του ΄30 όπως σημειώνει ο Γιώργος Σκίντζας “εμφανίζονται στον Πειραιά τα “πρωτορεμπέτικα, τα οποία τότε ονομάζονταν «γιαλάδικα». Πήραν από το όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «γιάλα γιάλα» ή «αμάν γιάλα» ή «γιαλελέι». Ο χρόνος κυλάει και το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων κυρίως στον Πειραιά, φτωχή εργατούπολη τότε, τα ρεμπέτικα συναντιούνται με αυτά της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου. Εμφανίζεται το αμανετζίδικο λαϊκό τραγούδι, εμφανίζονται τα Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο αρχίζει να παίρνει τον δρόμο του. Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να έρθει το 1917, από τη Σύρα στον Πειραιά ο Μάρκος Βαμβακάρης. Πρωτοέμεινε στα Ταμπούρια. Έπιασε δουλειά στο λιμάνι σαν γαιανθρακεργάτης, λιμενεργάτης και στη συνέχεια εκδορέας στα σφαγεία Πειραιώς και Αθηνών (επί της οδού Πειραιώς στον σημερινό Ταύρο). Το 1924 πρωτοακούει μπουζούκι και το ερωτεύτηκε. Ως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια. Τραγούδια για την καημό, την απελπισία, τον έρωτα. Δύσκολοι καιροί, δύσκολο και το μεροκάματο. Δάσκαλός του ο Γιώργος Μπάτης. Γεννημένος είτε το 1885 είτε το 1890 στα Παλαιά Λουτρά Μεθάνων. Στον Πειραιά ήρθε στα 8 του χρόνια. Από το 1908 ως το 1922 υπηρετούσε αλλά μάλλον οι μέρες της φυλακής ήταν τόσο πολλές – ένεκα των λιποταξιών του – ώστε έμαθε μπαγλαμά. Έπαιζε και τραγουδούσε σε τεκέδες και ταβερνάκια του Πειραιά. Το 1925 άνοιξε το πρώτο του χοροδιδασκαλείο «Κάρμεν» στη Δραπετσώνα και το 1931 ένα καφενείο-τεκέ, το «Ζωρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη – ακτή Τζελέπη, όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής.”
Η “Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς” γράφει λαμπρές σελίδες στις ρεμπέτικες παρτιτούρες. Μάρκος Βαμβακάρης, Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Μπάτης και Στράτος Παγιουμτζής αλλάζουν το τοπίο.
“Γιατί θες μικρό να αναστενάζω
μάγκικο, βρισιές να σ’ αραδιάζω
Μια που λες πως είσαι απ’ τον Περαία, αλανιάρα,
να ξηγιέσαι μάγκικα κι ωραία
Μια που λες πως είσαι απ’ την Αθήνα
να ξηγιέσαι μάγκικα και φίνα”(Αλανιάρα από τον Πειραιά, Μ. Βαμβακάρης, 1935).
Ο Γιώργος ο Μπάτης, είχε στα “λεμονάδικα” του Πειραιά, το θρυλικό “Ζωρζ Μπατέ” ένα καφενείο που αποτέλεσε σταθμό για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Στις γειτονιές του Πειραιά οι τεκέδες αντιλαλούσαν ρεμπέτικα άσματα. Ήταν κάτι σαν ναοί του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Σ΄έναν τεκέ σκαρώσανε (Ερμηνεύει η Γεωργία Μηττάκη των Βασίλη Τσιτσάνη και του Δημήτρη Περδικόπουλου,1936
Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε
τρεις μάγκες φιλαράκια
το ναργιλέ σκαρώσανε
με προυσιανό μαυράκι
Φίνο τεκέ σκαρώσανε
που δούλευε ρολόι
και πήγαινε και φούμερνε
όλο το σκυλολόι
Και η Γεωργία η τρανή
με κέφι και μεράκι
σαμπαχαδάκι έλεγε
με φίνο μπουζουκάκι
Αμάν αμάν, μεντέτ αμάν
αμάν αμάν αμάν
γεια σου, Γεωργία μερακλού
Κι αφού την πίναν έξυπνα
οι μάγκες οι λεβέντες
τον ντεκετζή εδιάταξαν
τις λουλαδιές ντουμπλέδες
Το πότε ξεκίνησε το ρεμπέτικο είναι ένα θέμα που δεν έχει προσδιοριστεί επ΄ ακριβώς. Κάποιοι “δείχνουν” τις ρίζες του στο Βυζάντιο και κάποιοι άλλοι στον 19ο αιώνα και μετά. Έχει συνδεθεί όμως και με τις φυλακές. “Η πρώτη αναφορά στα τραγούδια των φυλακών εντοπίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Στα 1850 ο Γάλλος ευγενής Αππέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να μελετήσει το πρόβλημα των οθωνικών φυλακών και αναφέρθηκε και στα τραγούδια που ακούγονταν σ’ αυτές. Στα τραγούδια των φυλακών αναφέρθηκαν και άλλοι όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Δάφνης και ο Καρκαβίτσας ο οποίος επισκέπτεται το Μοριά το 1890 και καταγράφει αρκετά από αυτά, το 1891 στο περιοδικό “Εστία”, το περιοδικό που εξέδιδε ο Γ. Δροσίνης.
“…Έλληνας φασολάς, Ιταλός μακαρουνάς
Τούρκος καλέ πιλαφάς, και Εγγλέζος πατατάς.
Όπου Χιώτης Παντελής, και Αξιώτης καραλής
Αθηναίος καλαμαράς, Περαιώτης λιμενάς.
Μα (Αι)Γενήτης κανατάς, Μεθενίτης αχλαδάς
Ποριώτης λεμονάς και Υδραίος σφουγγαράς….” (Ο Φασόλας, Γιώργος Μπάτης)
Μέχρι το 1938 το περιεχόμενο τους αφορά σε παραβατικές πράξεις και στον έρωτα ενώ δεν έλειπαν και τα έμμεσα μηνύματα που καυτηρίαζαν στιγμές της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1936 το τραγούδι του Τούντα “Βαρβάρα” λογοκρίθηκε διότι είχε συνδεθεί με την Λούκια της κόρη του δικτάτορα Μεταξά για την οποία ακούγονταν διάφορα….
“Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια…” (Η Βάρβαρα, Πάνος Τούντας)
Είναι η περίοδος της κυριαρχίας του “πειραιώτικου ύφους” με τη μορφή του Μάρκου Βαμβακάρη να ξεχωρίζει. Την ίδια εποχή (1937) εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανόλης Χιώτης.. Ταυτόχρονα όμως το καθεστώς του Μεταξά επέβαλε γενικευμένη λογοκρισία με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες.
Την περίοδο της Κατοχής ενώ γράφονταν τραγούδια αλλά λόγω του πολέμου δεν υπήρχε δισκογραφία. Από το 1946 το ρεμπέτικο ξανακούγεται πάλι από μεγάλες μορφές της λαϊκή μουσικής όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης, Μαρίκα Νίνου, Μανόλης Χιώτης,Γιώργος Μητσάκης Γιάννης Παπαϊωάννου. Οι παλιοί ρεμπέτες μένουν όμως δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στην νέα εποχή. Οι πειραιώτες όπως ο Μάρκος και πολλοί άλλοι τα “φέρνουν δύσκολα”. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του “έτρεχε στα νησιά και στα πανηγύρια” για να μπορέσει να ζήσει. Στο πέρασμα των χρόνων κάνουν την εμφάνιση τους σημαντικά ονόματα όπως Σωτηρία Μπέλλου,Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης.Το ρεμπέτικο πλέον έχει χάσει κάτι από την πηγαία αυθεντικότητα του και για πολλούς “πέθανε”. Στην δεκαετία του ΄60 παρατηρήθηκε μια ζωηρή αναβίωση. Απέκτησε δημοφιλία και εισέβαλε “στα σαλόνια”. Στη δεκαετία του 1960 νεκρανασταίνεται το ρεμπέτικο. Κομβικό σημείο η ηχογράφηση του Επιτάφιου του Μίκη Θεοδωράκη (1960) που έδωσε το έναυσμα στις δισκογραφικές εταιρείες να “ακούσουν” και πάλι τα ρεμπέτικα τραγούδια. Έναν χρόνο μετά το 1961 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κυκλοφόρησε ένα δοκίμιο στο οποίο περιελάμβανε την πρώτης ρεμπέτικη βιβλιογραφία και τη πρώτη ανθολογία ρεμπέτικης στιχουργίας. Το 1968 κυκλοφόρησε το μνημειώδες έργο του Ηλία Πετρόπουλου “Ρεμπέτικα Τραγούδια” με το οποίο ουσιαστικά καθιερώθηκε και ο όρος “ρεμπέτικο”.
Τράβα ρε μάγκα και αλάνι – Κώστας Ρούκουνας 1934
Μη περάσεις απ’ τη γειτονιά μου
μάγκα μη σε ξαναδώ μπροστά μου
Έμαθα μες το Πασαλιμάνι
αγαπάς μια μόρτισσα αλάνι
Τράβα ρε μάγκα και αλάνι
τράβα για το Πασαλιμάνι
Απ’ τη μόρτισσα γλυκά φιλάκια
κάθε βράδυ γλέντι και χαδάκια
Κι έτσι την περνάς μαζί της φίνα
και ξεχνάς ν’ ανέβεις στην Αθήνα
Τράβα ρε μάγκα και αλάνι
τράβα για το Πασαλιμάνι
Τώρα πια ρε μάγκα για να ξέρεις
μ’ έχασες για πάντα δε θα μ’ εύρεις
Θα γλεντάω μες το Καλαμάκι
κάθε βράδυ με το χασαπάκι
Τράβα ρε μάγκα και αλάνι
τράβα για το Πασαλιμάνι
Πηγές: -www.rebetiko.gr