Τι ακριβώς έγινε με τους στίχους στη θρυλική «Συννεφιασμένη Κυριακή»
Λέγεται ότι στη μουσική δεν υπάρχει παρθενογένεση εδώ και πολλά χρόνια, καθώς λίγο-πολύ όλοι έχουν εμπνευστεί από κάτι που έχουν ακούσει και τους άρεσε. Μια μελωδία, ένας στίχος, ίσως και μια λέξη μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα για τη δημιουργία ενός άλλου, νέου τραγουδιού. Επίσης, πολλά από τα τραγούδια που έχουν γίνει τεράστιες επιτυχίες, η πατρότητά τους έχει αμφισβητηθεί έντονα. Το «Stairway to Heaven» που εκτόξευσε την καριέρα των Led Zeppelin είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα διεθνώς.
Στην Ελλάδα υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα, αλλά αυτό που συμβαίνει με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ίσως αποτελεί μοναδική περίπτωση, όχι μόνο στη χώρα μας. Γιατί η υπόθεση είναι τόσο μπερδεμένη, που μέχρι και σήμερα το τοπίο δεν έχει ξεκαθαρίσει. Μάλιστα, με έναν… μαγικό τρόπο, μπλέκεται μέχρι και το ποδόσφαιρο στην ιστορία, για την οποία πολλοί έχουν πάρει θέση, αλλά κανείς δεν έχει καταφέρει να πει με βεβαιότητα ότι «έγινε έτσι», βάζοντας το χέρι του… στη φωτιά.
Ο Λαρισαίος που διεκδίκησε μέρος της επιτυχίας, μέσω μιας ήττας
Ο Τρικαλινός συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής είναι «υπεύθυνος» για πολλούς ύμνους της λαϊκής μουσικής του τόπου μας. Από πού να το πιάσεις και μέχρι που να σταματήσεις… «Της Γερακίνας Γιος», «Νύχτες Μαγικές», «Ντερμπεντέρισσα», «Καβουράκια», «Αντιλαλούνε τα Βουνά», «Ξημερώνει και Βραδιάζει», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Απόψε στις Ακρογιαλιές», «Κάποιο Αλάνι», «Τα Ξένα Χέρια», «Με Παρέσυρε το Ρέμα», «Αχάριστη» είναι μερικά μόνο από τα αριστουργήματα του Τσιτσάνη. Όμως, πιθανότατα, στην πλειοψηφία του κόσμου το πρώτο τραγούδι που έρχεται στο μυαλό του με το άκουσμα του ονόματός του, να είναι η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Σχεδόν κάθε Έλληνας έχει τραγουδήσει -έστω και ψιθυριστά- το συγκεκριμένο άσμα.
Σύμφωνα με τον Αλέκο Γκούβερη, το τεράστιο αυτό δημιούργημα του πενταγράμμου δεν είναι αποκλειστική δημιουργία του Τσιτσάνη. Την πατρότητα της μουσικής κανείς δεν την αμφισβητεί. Ωστόσο, δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και με τους στίχους. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Λαρισαίο, εκείνος εμπνεύστηκε τους στίχους από μια ήττα της αγαπημένης του ομάδας, του Λαρισαϊκού, κάποια συννεφιασμένη Κυριακή, στο μαγαζί «Άσπρα Πουλιά». Επίσης, η αδελφή του είχε δηλώσει πως εκείνη καθαρόγραψε τους στίχους, με τον Τσιτσάνη να προσθέτει από τη μεριά του τη διόρθωση «Χριστέ και Παναγιά μου».
Το περιστατικό στην κατοχή που αποτέλεσε έμπνευση του Τσιτσάνη
Από την πλευρά του, ο Τσιτσάνης είχε πει ότι πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν οι κακουχίες που περνούσαν οι Έλληνες τα χρόνια της κατοχής. «Τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που γίνονταν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, τον φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το υλικό αυτό μου ενέπνευσε τους στίχους και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους. Τότε που όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας, που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά».
Πιο συγκεκριμένα, το περιστατικό που τον «σημάδεψε» και από το οποίο ξεκίνησε το τραγούδι, έγινε τα Χριστούγεννα του 1943, όταν «γύριζα από την ταβέρνα χαράματα και πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού έξω από το σπίτι μου. Η “Συννεφιασμένη Κυριακή” δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα, τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο “Ματωμένη Κυριακή”», συμπλήρωσε.
Η βασανιστική πρώτη εκτέλεση και το λάθος που έγινε… σωστό
Η πρώτη γραμμοφώνηση έγινε το 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Μάλιστα, ένα λάθος του πρώτου μετατράπηκε σε… σωστό, που έμεινε στο τραγούδι και διατηρήθηκε σε αυτό για πάντα. Αντί, λοιπόν, να πει «πλακώνεις», όπως ήταν αρχικά γραμμένοι οι στίχοι, είπε «ματώνεις», που άρεσε στον Τσιτσάνη και το χρησιμοποίησε.
Το τραγούδι άργησε πολύ να ολοκληρωθεί. Πήρε περίπου πέντε χρόνια για να πάρει… σάρκα και οστά. «Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι. Το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου έναν χρόνο, επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ». Μάλιστα, αποκάλυψε ότι το συγκεκριμένο άσμα του έδωσε «την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια… Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο. Τελικά, η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: “που έχει πάντα συννεφιά, συννεφιά”… Η επαναλαμβανόμενη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντί αυτής ήταν αρνητική μουσικώς».
Η ανοικτή αμφισβήτηση στον Τσιτσάνη και η (μη) αντίδρασή του
Η ιστορία για την πατρότητα των στίχων ξεκίνησε το 1975, όταν ο Γκούβερης άρχισε να διεκδικεί μέρος από τα πνευματικά δικαιώματα της «Συννεφιασμένης Κυριακής». Δύο χρόνια αργότερα, ο ερευνητής, Τάσος Σχορέλης, εκδίδει τη «Ρεμπέτικη Ανθολογία», στην οποία αναφέρει: «Η πιο βαριά μομφή που είχε αποδοθεί στην Τσιτσάνη, είναι ότι οι στίχοι του πιο φημισμένου τραγουδιού του, “Συννεφιασμένη Κυριακή”, δεν είναι δικοί του. Ο Τσιτσάνης βεβαιώνει ότι τις μαύρες ημέρες της κατοχής έγραψε τους στίχους και τη μελωδία, τότε που συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων παράδιναν τους πατριώτες. Η αλήθεια απέχει πολύ. Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης κάποια Κυριακή που έχασε στη Λάρισα η ομάδα του. Ο Τσιτσάνης έκανε διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Έλεγε “που είναι μελαγχολική” και την έκανε “που έχει πάντα συννεφιά”. Η “εκκαθάριση” της ΑΕΠΙ και η ετικέτα μεταγενέστερου δίσκου της “Φίλιπς” αποδεικνύουν ποια είναι η αλήθεια, αφού στην πρώτη έκδοση δεν αναφέρεται ο στιχουργός».
Αν και ο Τρικαλινός συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής βρισκόταν τότε εν ζωή, απάντηση δεν έδωσε ποτέ στον Σχορέλη. Σε συνέντευξή του στον Πάνο Γεραμάνη, ο Τσιτσάνης είπε ότι οι στίχοι διαμορφώθηκαν σε συνεργασία με τον φίλο του Αλέκο, όχι όμως ολοκληρωτικά.
Η επιστολή του 1947 που ίσως να ξεκαθάριζε την ιστορία
Το 2003, ο «Ταχυδρόμος» ετοίμασε ένα αφιέρωμα για τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του Τσιτσάνη, όπου ο Κώστας Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική «δήλωση» του Γκούβερη, η οποία γράφτηκε στην Αθήνα, μια ημέρα σαν αύριο, πριν από 71 ολόκληρα χρόνια, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1947. Σύμφωνα με εκείνη, ο Λαρισαίος τόνιζε πως «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ». Ένα ακόμα νέο στοιχείο προστέθηκε στο ίδιο τεύχος, ανέφερε ότι η ΑΕΛ είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια αφότου γράφτηκε η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ωστόσο, η μόνη επαρχιακή ομάδα που έχει κατακτήσει πρωτάθλημα στην Ελλάδα, ήταν μια συγχώνευση το 1964 των Άρη Λάρισας, Ηρακλή Λάρισας, Λαρισαϊκού και Τοξότη Λάρισας.
Αρκετοί παρατηρητές της διαμάχης που είχε ξεσπάσει, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν γιατί ο Τσιτσάνης δεν χρησιμοποίησε μια τέτοια επιστολή, που είχε συνταχθεί τόσα πολλά χρόνια πριν από όλη αυτήν την ιστορία. Μάλιστα, πολλοί είναι αυτοί που αναφέρουν ότι ο Τρικαλινός την είχε στην κατοχή του… Επίσης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, με άρθρο του στα «Νέα» το 2001, ανέφερε ότι «η “Συννεφιασμένη Κυριακή”, δεν είναι ατόφια δική του». Μάλιστα, τόνιζε ότι ο Γκούβερης του είχε δώσει μια συνέντευξη για το πώς εμπνεύστηκε τους στίχους…
Από τον Ρέζο Σέρες στους U2
Η «Κυριακή» αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς, με τον Τσιτσάνη να παραδέχεται ότι η «Θλιμμένη Κυριακή» («Gloomy Sunday») του Ούγγρου συνθέτη και πιανίστα, Ρέζο Σέρες (Rezso Seress), ο οποίος βίωσε τα κολαστήρια-στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον τίτλο της «Συννεφιασμένης Κυριακής», που όπως ανέφερε και ο ίδιος αρχικά λεγόταν «Ματωμένη Κυριακή».
Μια «Ματωμένη Κυριακή» που έγινε «Αιματοβαμμένη Κυριακή» από τους U2, μέσω του «Sunday, Bloody Sunday», που αποτελεί έναν από τους πλέον εμβληματικούς ύμνους της ροκ μουσικής. Με αυτό το τραγούδι οι Ιρλανδοί αποτύπωναν το πολιτικό τους στίγμα για τα γεγονότα που σημάδεψαν τη Βόρειο Ιρλανδία το 1972, όταν ο Βρετανικός Στρατός σκότωσε 26 διαδηλωτές. Με άλλα λόγια, όσο πιο βαθιά «σκάβει» κάποιος στη μουσική, τόσο πιο πολλά πράγματα θα βρει που θα τον εκπλήξουν, όπως φυσικά και συμπτώσεις. Η κουβέντα, μάλιστα, φαντάζει πως θα είναι αέναη…