Τι μας έχουν διδάξει οι επιδημίες του AIDS και του Ebolaγια την αντιμετώπιση της πανδημίας της COVID-19
Μια ομάδα επιφανών ερευνητών, λοιμωξιολόγων και επιδημιολόγων, με μακρά πείρα στην πρόληψη και αντιμετώπιση του ιού HIV/AIDS, στην ανάπτυξη εμβόλιων και ειδικών θεραπειών, ορισμένοι εκ των οποίων έχουν επίσηςεμπειρία με την επιδημία του ιού Έμπολα, καταθέτουν τις θέσεις και την εμπειρία τους σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν αυτά τα δεδομένα.
Όπως αναφέρουν, πρώτα απ ‘όλα, αυτές οι επιδημίες μάςέχουν διδάξει ότι οι παρεμβάσεις πρέπει να βασίζονται σε στέρεα επιστημονικά δεδομένα. Όπως και στις πρώτες μέρεςτου AIDS, υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα σχετικά με τηνεπιδημιολογία, την κλινική παρουσίαση και τη φυσικήιστορία ενός νέου ιού όπως ο SARS-CoV-2. Η γνώση γύρω από τον SARS-CoV-2 εξελίσσεται γρήγορα, γεγονός πουαυξάνει την πολυπλοκότητα της λήψης αποφάσεων, τηςεπικοινωνίας και της ανάπτυξης και της διατήρησης τηςεμπιστοσύνης του κοινού.
Η επιδημία του AIDS έχει διδάξει την σημασία της ενεργούσυμμετοχής του κοινού, ειδικά των ομάδων εκείνων που επηρεάζονται περισσότερο, στο σχεδιασμό και την εφαρμογήτης έρευνας και της λήψης των αναγκαίων μέτρων. Τόσο η επιδημία του AIDS όσο και του Έμπολα έχουν δείξει ότιαπαιτείται ακριβής και έγκαιρη πληροφόρηση σε τοπικόεπίπεδο ώστε να γίνουν αποτελεσματικότερες και προσαρμοσμένες παρεμβάσεις. Οι συγγραφείς μάλιστα προτείνουν το σύνθημα «Γνωρίστε την επιδημία σας».
Η επιδημία της Covid-19 παρουσιάζει νέες προκλήσεις: ηεπιδημιολογία ενός πανδημικού αναπνευστικού ιού αλλάζειγρήγορα και η ανταπόκριση θα πρέπει να είναι άμεση και με λήψη ευέλικτων αποφάσεων. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ανοσία και δεν έχουμε αποτελεσματικές θεραπείες, ηανταπόκριση στην πανδημία απαιτεί την αλλαγήσυμπεριφοράς σε μεγάλη κλίμακα, με την εφαρμογή συμπεριφορών και μέτρων κοινωνικής απόστασης και τηςεκτεταμένης χρήσης μάσκας, οι οποίες προτάθηκαν γρήγορα αλλά υπό συνθήκες επείγουσα ανάγκης. Αυτά τα μέτρα θαμπορούσαν να είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο, εάν είχανυιοθετηθεί νωρίτερα και ευρύτερα , όμως η ταχεία δράσηαπαιτεί την εμπιστοσύνη και την συμμετοχή του κοινού. Υπάρχουν επιτυχημένα παραδείγματα παρεμβάσεων κατά τηςCovid-19, όπως το Χονγκ Κονγκ, το οποίο έχει πολύμεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα από την πόλη της ΝέαςΥόρκης, είχε λιγότερους από 100 θανάτους που σχετίζονταιμε την Covid, χάρη εν μέρει στην ταχεία και εκτεταμένηυιοθέτηση της χρήσης μάσκας, και της εκτεταμένης χρήσηςδιαγνωστικών τεστ. Η Γερμανία εφάρμοσε εκτεταμένα τα διαγνωστικά τεστ για την Covid-19 σε συνδυασμό με την εφαρμογή μέτρων σε τοπικό επίπεδο και ισχυρή κεντρική εθνική καθοδήγηση. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι παρεμβάσειςσε ατομικό και κοινοτικό επίπεδο απαίτησαν σημαντικέςθυσίες που είχαν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις. Οι συγγραφείς όμως δηλώνουν μάλλον απογοητευμένοι από την αντίδραση στις ΗΠΑ, όπου αναφέρουν ότι η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων, παρεμποδίστηκε απότην άρνηση, τα λάθη, τις καθυστερήσεις στην κλιμάκωση τωνδιαγνωστικών τεστ, τα αντιφατικά μηνύματα και τηνπολιτικοποίηση των παρεμβάσεων στη δημόσια υγεία. Κατάσυνέπεια, η μετάδοση εντός της κοινότητας αυξήθηκεδυσανάλογα σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ.
Οι συγγραφείς τονίζουν ότι αυτή η πανδημία δίνει μια ευκαιρία για να χτιστούν γέφυρες μεταξύ των επιστημόνωνκαι του κοινού, όμως, όπως αναφέρουν, η εμπιστοσύνη πρέπεινα κερδίζεται. Η εμπειρία με το AIDS έδειξε ότι ησυνεργασία επιστημόνων-κοινότητας είναι εφικτή καιβελτιώνει τελικά και την αποτελεσματικότητα της επιστήμης: οι ομάδες που αγωνίστηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας του AIDS πίεσαν τους επιστήμονες να ενεργήσουνπιο γρήγορα, με διαφάνεια και να ενημερώνουν με σαφήνειασχετικά με τις επιστημονικές έρευνες και παρεμβάσεις. Τοαποτέλεσμα ήταν τα βραχύτερα χρονοδιαγράμματα γιαεπιστημονική έρευνα και ταχύτερη εφαρμογήαποτελεσματικών παρεμβάσεων. Οι συγγραφείς τονίζουν τον ρόλο του Δρ Anthony Fauci, διευθυντή του ΕθνικούΙνστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ, που παρείχε ένα εξαιρετικό μοντέλο για την επικοινωνία, με προθυμία να ακούσει τις ανησυχίες του κοινού σχετικά με τηνέρευνα για το AIDS και που ήταν καθοριστικής σημασίας γιατη συμβουλευτική και συνεργατική κλινική έρευνα. Ο ΔρAnthony Fauci είναι ένα από τα πρόσωπα στο επίκεντρο της σημερινής πανδημίας στις ΗΠΑ.
Η αντιμετώπιση του Έμπολα, έδειξε ότι σημαντικέςεπενδύσεις και προσαρμογές στην εκπαίδευση της κοινότητας και η κοινωνική ευαισθητοποίηση μπόρεσαν νααντιμετωπίσουν μύθους σχετικά με τον Έμπολα, ναενθαρρύνουν και να επιτύχουν υψηλή συμμετοχή σε δοκιμέςεμβολίων, παρά την εκτεταμένη δυσπιστία απέναντι στηνκυβέρνηση, τον αλφαβητισμό, τον κοινωνικό στιγματισμόπου σχετίζεται με τον Έμπολα και τις φτωχές υποδομές υγείας στις πληγείσες κοινότητες. Αντίστοιχα , με την Covid-19, ησυμμετοχή του κοινού θα πρέπει να γίνει σε ακόμημεγαλύτερη κλίμακα και να να καθοδηγείται από αξιόπιστουςεπιστήμονες και ειδικούς στη δημόσια υγεία.
Οι επιστήμονες και οι επαγγελματίες δημόσιας υγείας, θα πρέπει να κάνουν σαφή την ανάγκη για καλά σχεδιασμένηέρευνα, αυστηρή παρακολούθηση και καλά σχεδιασμένεςκλινικές δοκιμές για τον εντοπισμό ασφαλών καιαποτελεσματικών παρεμβάσεων, για την προφύλαξη πριν καιμετά την έκθεση στο ιό, εδικές θεραπείες και εμβόλια. Απαιτούνται αντικειμενικοί δείκτες ανταπόκρισης για τηναξιολόγηση της αποτελεσματικότητας, ενώ θα πρέπει να αξιολογούνται και μετρήσεις που αφορούν την διασποράς του SARS-CoV-2 ως μέτρου μολυσματικότητας. Δεδομένης τηςπληθώρας των κλινικών δοκιμών που αφορούν σε θεραπείεςκαι σε εμβόλια, χρειάζονται πολλές δεκάδες χιλιάδεςσυμμετέχοντες στις κλινικές μελέτες. Οι συγγραφείς τονίζουνότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή περισσοτέρων ατόμων από μειονότητες των ΗΠΑ , οι οποίες πλήττονται και περισσότεροαπό την πανδημία ενώ εμφανίζουν και χειρότερη έκβαση.Όπως αναφέρουν απαιτείται η συμμετοχή όλων για τηναντιμετώπιση της δυσπιστίας απέναντι στην έρευνα και της απροθυμίας συμμετοχής σε κλινικές δοκιμές. Οι πάροχοιυγειονομικής περίθαλψης, οι επιστήμονες, οι ηγέτες και οιυπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να ενθαρρύνουν τησυμμετοχή.
Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι με την Covid-19, οι επιστήμονες έχουν αποκτήσει την προσοχή του κοινού, και τώρα θα πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του, εργαζόμενοι αποτελεσματικά, και επικοινωνώντας μεσαφήνεια τη λογική, τις μεθόδους και τα αποτελέσματά των ερευνών. Αναφέρουν λοιπόν ότι είναι καθήκον των επιστημόνων να αποφύγουν να υποστηρίζουν μηαποδεδειγμένες παρεμβάσεις, να εκφράζουν γνώμες χωρίς ισχυρά δεδομένα ή να κάνουν ανακοινώσεις με βάση προκαταρκτικά δεδομένα από μικρές μελέτες, που στησυνέχεια συλλέγονται και αναπαράγονται ανεξέλεγκτα από ταμέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης.
Η καταπολέμηση του AIDS ανέδειξε την ανάγκη του συνδυασμού παρεμβάσεων για τη μείωση των νέωνμολύνσεων και αποκάλυψε το ψευτοδίλημμα μεταξύθεραπείας και πρόληψης. Η θεραπεία του AIDS έχει τοσημαντικό όφελος της πρόληψης και της μετάδοσης του ιού μέσω της καταστολής του. Αρχικά, οι προσπάθειες για τηνπρόληψη της μόλυνσης από τον HIV επικεντρώθηκαν σεσυμπεριφορικές παρεμβάσεις, όμως τώρα έχουμεπερισσότερα από 30 αντιρετροϊκά φάρμακα. Ούτε αυτές οι θεραπείες ούτε η προφύλαξη από την μετάδοση του ιού HIV θα υπήρχαν αν η έρευνα είχε σταματήσει μετά τις αρχικέςμελέτες. Η επένδυση σε φάρμακα για τον ιό HIV έχειελαττώσει τις νέες λοιμώξεις, προσφέρει καλύτερη ποιότηταζωής για τα άτομα με HIV και έχει ελαττώσει σημαντικά την θνησιμότητα, παρά την έλλειψη εμβολίου.
Χρειάζονται πολλαπλές στρατηγικές για την πρόληψη και τηθεραπεία της Covid-19, συμπεριλαμβανομένων των μέτρωνγια την αποφυγή έκθεσης, μέτρων για προφύλαξη μετά την έκθεση και εμβολίων. Όπως και το AIDS, η Covid-19 θασυνεχίσει να απαιτεί μη φαρμακολογικές στρατηγικές για τηδημόσια υγεία, ακόμη και μετά την ανάπτυξη μερικώςαποτελεσματικού φαρμάκου ή εμβολίου. Η εξέταση της δραστικότητας ήδη γνωστών φαρμάκων στην αντιμετώπισητης Covid-19, πρέπει να βασιστεί στην πιθανή δραστικότητα τους κατά του SARS-CoV-2 και σε σχέση με τα διαθέσιμαδεδομένα για την ασφάλεια τους. Για παράδειγμα, τοremdesivir αξιολογήθηκε αρχικά για τον Έμπολα και έδειξεμερική αποτελεσματικότητα για μέτρια έως σοβαρή λοίμωξη Covid-19. Δεδομένα από in vitro μελέτες οδήγησαν στηνεπιλογή της υδροξυχλωροκίνης και της χλωροκίνης ωςυποψηφίων φαρμάκων για την προφύλαξη και τηναντιμετώπιση μετά από έκθεση στον ιό αλλά και για θεραπείαγια την Covid-19 , έλαβαν πολιτική υποστήριξη, μπήκαν στο επίκεντρο της προσοχής στα μέσα ενημέρωσης και είχαν σαν αποτέλεσμα αυξημένες προσδοκίες και πολλές παρανοήσεις. Οι πρώτες κλινικές δοκιμές, ωστόσο, ήταν μικρές και κακάσχεδιασμένες, και τα αποτελέσματα έλαβαν δυσανάλογηπροσοχή στα μέσα ενημέρωσης. Το πρόβλημα επιδεινώθηκεαπό τη δημοσίευση και την επακόλουθη ανάκληση μιαςμελέτης που δείχνει πιθανή βλάβη ή έλλειψη ωφέλειας απότην υδροξυχλωροκίνη, που οδήγησε σε περαιτέρω σύγχυσηκαι υπονόμευση της εμπιστοσύνης στην επιστήμη. Επομένως, η προτεραιότητα της επιστημονικής κοινότητας, πρέπει ναείναι η επιδίωξη στρατηγικών που βασίζονται σε στέρεεςυποθέσεις και με βάση ισχυρά δεδομένα. Οι κλινικές δοκιμέςπρέπει να συντονίζονται και να διεξάγονται αυστηρά, και τααποτελέσματα πρέπει να εξετάζονται και να ερμηνεύονται μεσαφήνεια και αντικειμενικότητα. Θα πρέπει το κοινό να κατανοήσει ότι η διαδικασία ανακάλυψης δεν είναι γραμμική.
Οι παρεμβάσεις σχετικά με τον έλεγχο, την χρήση μάσκας, την καραντίνα και τη χρήση προληπτικών ή θεραπευτικώνπαρεμβάσεων έχουν κοινωνικές και συμπεριφορικέςσυνιστώσες. Οι επιστημονικές προσπάθειες και οιπαρεμβάσεις δημόσιας υγείας απαιτούν επομένως συμμετοχήπολλών ενδιαφερομένων και εδικών.Οι συγγράφειςκαταλήγουν ότι θα πρέπει να οικοδομηθεί και να διατηρηθεί ηεμπιστοσύνη του κοινού, μέσω ειλικρινούς επικοινωνίας γιατην εξελισσόμενη κατανόησή μας όσον αφορά αυτήν τηναπειλητική για τη ζωή ασθένεια.