H πρόταση Παυλόπουλου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει, η απόφαση της 5ης Μαΐου 2020 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας
Πρόταση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίαςκαι Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκοπίου Παυλοπούλου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει, στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, η απόφαση της 5ης Μαΐου 2020 (υπόθεση «Weiss») του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας
Στην ολοκληρωμένη μορφή της μελέτης του -ύστερα από την διαδικτυακή εκδήλωση του Τομέα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (https:// www. prokopiospavlopoulos.gr/- για τις επιπτώσεις της απόφασης της 5ης Μαΐου 2020 (υπόθεση «Weiss») του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (ΟΣΔΓ) στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος προτείνει την εξής διαδικασία, ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να υπερασπισθεί την πλήρη εφαρμογή των προγραμμάτων ρευστότητας ΟΜΤ και PSPP:
«Πρώτον, η ΕΚΤ, ως όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντλεί τις αρμοδιότητές του από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, οφείλει να καταστήσει σαφές ότι δεσμεύεται από την απόφαση και την ερμηνεία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης(ΔΕΕ) και ότι, κατά συνέπεια, θα συνεχίσει απρόσκοπτα την εφαρμογή των προγραμμάτων ρευστότητας OMT και PSPP. Επιπλέον, και για να ενισχύσει την νομική πληρότητα της απόφασης του ΔΕΕ που έκρινε το προδικαστικό ερώτημα του ΟΣΔΓ, αποτελεσματικότερο θα ήταν να τεκμηριώσει, συμπληρωματικώς, γιατί και πώς τα προγράμματα αυτά είναι απολύτως σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πάντοτε με βάση την επιχειρηματολογία του ΔΕΕ.
Δεύτερον, αυτές τις θέσεις της, με την συμπληρωματική τεκμηρίωση, η ΕΚΤ πρέπει να τις κοινοποιήσει αμέσως στη Bundesbank, διευκρινίζοντάςτης ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, οφείλει να συμπράξει και εκείνη στην πλήρη εφαρμογή του PSPP, αφού έτσι δεν έχει έρεισμα άρνησης ούτε με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ούτε καν με βάση το ίδιο το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Τρίτον, αν η Bundesbank, με τις πρόσθετες επεξηγήσεις της ΕΚΤ, θελήσει να βρει διέξοδο συμβιβασμού – γεγονός που θα ήταν εκ μέρους της δείγμα καλής θέλησης επίλυσης του προβλήματος – και να εφαρμόσει το PSPP, τόσο το καλλίτερο.
Τέταρτον αν, αντιθέτως, η Bundesbankεμμείνει στην άρνησή της, επικαλούμενη την απόφαση «Weiss» του ΟΣΔΓ, τότε ανοίγεται ο δρόμος προσφυγής κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΔΕΕ από την πλευρά είτε της ΕΚΤ –όπερ και ορθότερο– κατά τις διατάξεις του άρθρου 263 εδ. γ΄τηςΣυνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), δοθέντος μάλιστα ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 271 περ. δ) της ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, και επί διαφορών που αφορούν «την εκτέλεση εκ μέρους των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών των υποχρεώσεων που απορρέουν από Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ…. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι Εθνική Κεντρική Τράπεζα έχει παραβεί υποχρέωσή της εκ των Συνθηκών, η Τράπεζα αυτή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου». Είτε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 263 εδ. β΄της ΣΛΕΕ.
Έτσι, το θέμα των ευθυνών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποσυνδέεται από την «προστασία» του ΟΣΔΓ, το οποίο δεν έχει δυνατότητα εμπλοκής στην προκείμενη διαδικασία. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Bundesbank θα βρεθούνμπροστά στο δεδικασμένο της απόφασης του ΔΕΕ, οπότε κάθε άρνησή τους να το σεβασθούν συνιστά ευθεία παραβίαση των κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, γενικώς, υποχρεώσεών τους, και όχι μόνο των υποχρεώσεών τους από το πρόγραμμα PSPP».