Γιατί η Μέρκελ είπε ναι στο νέο lockdown
Καθολικό lockdown από την ερχόμενη Τετάρτη και έως τουλάχιστον τις 10 Ιανουαρίου αποφάσισαν πριν από λίγη ώρα ομοσπονδιακό κράτος και κρατίδια, μετά την αποτυχία των μέτρων που εφαρμόζονται από τις 2 Νοεμβρίου να ανακόψουν το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορονοϊού.
Σε τηλεδιάσκεψη, η οποία ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από μία ώρα, η Καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ και οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων αποφάσισαν ότι από την Τετάρτη θα κλείσουν όλα τα εμπορικά καταστήματα, με εξαίρεση φαρμακεία και σούπερ μάρκετ, ενώ θα αρθεί η υποχρέωση φυσικής παρουσίας στο σχολείο για τους μαθητές. Η κατανάλωση αλκοόλ σε δημόσιο χώρο κατά την ίδια περίοδο απαγορεύεται και οι εργοδότες καλούνται και πάλι να ενισχύσουν περαιτέρω την τηλεργασία. Τα κρατίδια αναμένεται επιπλέον να ανακοινώσουν τις δικές τους αποφάσεις σε ό,τι αφορά απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών κατά τις βραδινές, νυχτερινές και πρώτες πρωινές ώρες, ανάλογα με την επιδημιολογική κατάσταση σε κάθε περιοχή.
«Επείγει να δράσουμε-και δρούμε (…) Είναι η ώρα να κάνουμε το αναγκαίο», δήλωσε η Καγκελάριος ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της τηλεδιάσκεψης και απηύθυνε έκκληση στους πολίτες να εφαρμόσουν την «εβδομάδα προστασίας» πριν συναντηθούν με φίλους ή συγγενείς για τις γιορτές, κρατώντας -όπου είναι εφικτό- και τα παιδιά στο σπίτι. Τα σχέδια περί μερικής χαλάρωσης των περιορισμών, που αφορούν τις συναντήσεις των πολιτών σε ιδιωτικούς χώρους έχουν ήδη ακυρωθεί.
«Ο κορονοϊός είναι εκτός ελέγχου. Για αυτό και τώρα χρειαζόμαστε μια εθνική προσπάθεια», δήλωσε σε δραματικό τόνο ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ και πρόσθεσε ότι το σύνθημα είναι «ή όλα ή τίποτα», σε ό,τι αφορά το lockdown, «διαφορετικά η Γερμανία θα γίνει το προβληματικό παιδί της Ευρώπης». Για το κρατίδιό του, ο κ. Σέντερ ανακοίνωσε ήδη απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 21:00 έως τις 5:00.
Από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος συμμετείχε στην τηλεδιάσκεψη, τόνισε ότι θα στηριχθούν και τώρα οι επιχειρήσεις που θα πληγούν από το lockdown, με τον σχεδιασμό να προβλέπει αποζημιώσεις ύψους έως και 500.000 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με τον τζίρο κάθε επιχείρησης κατά την αντίστοιχη περσινή περίοδο.