Η ελευθερία της έκφρασης και η διασπορά ψευδών ειδήσεων (άρθρο 191 Π.Κ.) – FANTOMAS.GR
Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*
Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης αυτονοήτως προκάλεσε συζητήσεις για το μέγεθος και την ένταση των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων στο corpus του Ποινικού Κώδικα. Ευλόγως στο επίκεντρο της ασκούμενης κριτικής βρέθηκε η νέα διάταξη του άρθρου 191 Π.Κ. σχετικά με την διασπορά ψευδών ειδήσεων. Πρόκειται για διάταξη η οποία έχει τροποποιηθεί τουλάχιστον έξι φορές, περιλαμβανομένης αυτής του ν. 4219/2019, με πρώτη αυτή του άρθρου 5 ν.δ. 2493/1953.
Το άρθρο 191 εντάσσεται στο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «Εγκλήματα κατά της Δημόσιας Τάξης». Με τη νέα τροποποίηση η διάταξη του άρθρου 191 Π.Κ. επανέρχεται ως έγκλημα διακινδύνευσης, καθώς αφαιρέθηκε η πρόκληση φόβου σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων.
Εν γένει το άρθρο 191 Π.Κ. καλείται να διασφαλίσει ότι διατηρείται απρόσκοπτα τόσο η πολιτειακή υπόσταση όσο και η ευταξία του κοινωνικού χώρου, δεδομένου ότι οι προσβολές κατά της δημόσιας τάξης εμφανίζουν στοιχεία τόσο πολιτικού όσο και κοινωνικού χαρακτήρα.
Σε αντίθεση προς την προϊσχύσασα διάταξη του ν.4619/2019 η αναπαλαιωμένη διατύπωση του άρθρου 191 Π.Κ. τυποποιεί τη διασπορά ψευδών ειδήσεων χωρίς αποτέλεσμα με μόνη τη δυνητική επέλευση του κινδύνου ανησυχίας ή φόβου, χωρίς να απαιτείται ως στοιχείο η επαλήθευση της πρόκλησης φόβου στους πολίτες. Συγκεκριμένα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή όποιος δημόσια ή δια του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία.
Είναι απολύτως σαφές ότι οι ανωτέρω τομείς της πολιτειακής αρμοδιότητας εξαρτώνται ευθέως από τη δράση της Κυβέρνησης και ιδίως από τα πεπραγμένα των καθ’ ύλην αρμόδιων υπουργών. Υπό την ανωτέρω εκδοχή οι εν λόγω τομείς αποτελούν προνομιακά πεδία άσκησης δημοσίου αλλά και κοινοβουλευτικού ελέγχου με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται αφενός η ελευθερία του πληροφορείσθαι των πολιτών και, αφετέρου η άσκηση του αντιπολιτευτικού έργου από τα κόμματα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας.
Το ζήτημα το οποίο προκύπτει με την μετατροπή της διασποράς ψευδών ειδήσεων σε έγκλημα διακινδύνευσης είναι ότι σχετικοποιεί, στο μέτρο που αναλογεί στο άρθρο 191 Π.Κ. τα όρια μεταξύ θεμιτής και απαγορευμένης έκφρασης. Το αποτέλεσμα της σχετικοποίησης αυτής είναι ότι ο ασκών την ελευθερία έκφρασης πολίτης ή δημοσιογράφος αυτολογοκρίνεται και σιωπά, προκειμένου να αποφύγει ανεπιθύμητες διώξεις. Το απώτερο αποτέλεσμα είναι η μείωση ή η εξαφάνιση του χώρου εντός του οποίου διατυπώνεται και ασκείται ο δημόσιος έλεγχος και συνακολούθως η ενημέρωση της κοινής γνώμης.
Για να αποφευχθεί η ανωτέρω αρνητική, για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, εξέλιξη ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση το στοιχείο του ψεύδους. Προκειμένου αυτό να καταστεί πλήρως αντιληπτό χρησιμοποιείται συνήθως η φράση ότι η ελευθερία έκφρασης δεν προστατεύει αυτόν που πανικοβάλλει τους συγκεντρωμένους σε κλειστό χώρο φωνάζοντας ψευδώς φωτιά. Με τον ψευδή ισχυρισμό προκαλεί την εντύπωση παρόντος κινδύνου για όλους, όσοι είναι αποδέκτες αυτού.
Άρα, η ratio θέσπισης της διασποράς ψευδών ειδήσεων είναι η απαγόρευση πρόκλησης ανησυχίας στους πολίτες μέσω ψευδών ειδήσεων. Εν όψει των ανωτέρω γίνεται ευρύτατα δεκτό ότι διασπορά υπάρχει μόνο αν η είδηση καθίσταται γνωστή σε μεγάλο αριθμό προσώπων. Είδηση είναι η ανακοίνωση για πρώτη φορά γεγονότος, το οποίο είτε συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης, είτε έχει συμβεί προσφάτως. Έτσι δεν είναι είδηση η ανακοίνωση γεγονότος του παρελθόντος, διότι αυτό είναι ιστορία, η ανακοίνωση σκέψεων καθώς και η δημοσιοποίηση γνώμης. Δεν είναι είδηση η εσφαλμένη γνώμη ή η δήλωση η οποία περιλαμβάνει εικασία μελλοντικού περιστατικού, διότι τότε καθίσταται αδύνατη η απόδειξη του ψεύδους. Η είδηση για να είναι ψευδής πρέπει να αναφέρεται ή να ανάγεται σε ανύπαρκτο γεγονός. Επίσης πρέπει η ψευδής είδηση να είναι ικανή να επιφέρει φόβο ή ανησυχία στους πολίτες, δεδομένο το οποίο αποκλείει ειδήσεις που, ανεξαρτήτως της προσφορότητάς τους, ουδένα απασχολούν. Όπως προφανώς έχει παρατηρηθεί η ψευδής είδηση, σε ομαλές συνθήκες του πολιτικού και πολιτειακού βίου, εύκολα ελέγχεται και σύντομα διαψεύδεται. Έτσι ψευδής είδηση είναι η αναφορά γεγονότος, το οποίο έχει διαψευσθεί είτε από την επέλευση άλλου μεταγενέστερου γεγονότος, είτε από την διάψευση του από τα εντεταλμένα προς ενημέρωση και πληροφόρηση της κοινής γνώμης όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο όρος ανησυχία ανάγεται στο συναίσθημα κλονισμού της πεποίθησης για τη συνέχιση της ομαλής ροής της κοινωνικής ζωής.
Κατά τα λοιπά αναγκαία είναι η υπόμνηση ότι νομολογιακώς η διάταξη του άρθρου 191 Π.Κ. έχει κριθεί κατά το παρελθόν ως συμβατή με το Σύνταγμα αφού περιορίζει το αξιόποινο στη διασπορά μόνο των ψευδών ειδήσεων καθώς και ότι είναι ορισμένος και όχι αόριστος ποινικός νόμος σύμφωνα με την απορρέουσα από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa.
Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.