Από τις βάφλες στο απόσπασμα του Στάλιν
H επιστολή που έφτασε πριν από λίγο καιρό στη γραμματεία της «Καθημερινής» ήταν λιτή και σαφής. Είχε προηγηθεί δημοσίευμα με τη συνέντευξη του ιστορικού Ιβάν Τζουχά για το νέο του εγχείρημα, ένα ιστορικό βιβλίο σχετικά με τους Ελληνες υπηκόους που βασανίστηκαν στα γκουλάγκ ή εκτελέστηκαν μετά τη σύλληψή τους στο πλαίσιο των σταλινικών εκκαθαρίσεων 1937-38. Επιστολογράφος ήταν η κ. Λουίζα Τζαβέλλα – Χουλιαράκη, η οποία έγραφε στις 31 Μαΐου: «…Ο παππούς μου Εμμανουήλ Σταυρίδης του Αθανασίου, Ελληνας της Κωνσταντινούπολης, μετανάστευσε στην Οδησσό τον περασμένο αιώνα και μετά στο Στάλινγκραντ. Τον Μάρτιο του 1938 συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας». Συγγενής της κ. Χουλιαράκη μετέβη στην πόλη και απέκτησε πρόσβαση στο σχετικό αρχείο, ανακαλύπτοντας ότι «ο παππούς μας τουφεκίστηκε την ίδια μέρα, στις 5 Μαρτίου 1938 στη 1.30 μετά τα μεσάνυχτα στο Στάλινγκραντ. Η μητέρα μου και η αδελφή της είχαν ελληνικά διαβατήρια και απελάθηκαν… Στη μητέρα μου χορηγήθηκε ρωσικό διαβατήριο το 1994 και το 1999». Πρόκειται για το νέο διαβατήριο με τον δικέφαλο αετό. Στις αρχές Ιουνίου επισκέφθηκα την κ. Τζαβέλλα-Χουλιαράκη. Με περίμενε στο σαλόνι του σπιτιού της όπου ήταν όλα τακτοποιημένα. Οι φωτοτυπίες του διαβατηρίου της μητέρας της καθώς και παλιές φωτογραφίες της μητέρας και της θείας της, φωτογραφίες του Ελληνα παππού της από το Τσαρίτσιν που μετονομάστηκε σε Στάλινγκραντ τo 1925.
Η εποχή της μεγάλης πείνας
«O παππούς μου πήγε πριν από το 1925 στο Τσαρίτσιν από την Οδησσό γιατί τσακώθηκε με τον θείο του. Η γυναίκα του, και γιαγιά μου, έμεινε πίσω με τα παιδιά, τη μητέρα μου και τη θεία μου. Η γιαγιά χάθηκε στη μεγάλη πείνα, όταν αναζητώντας τροφή για τις δύο κόρες της έχασε τη ζωή της με τον οδηγό της με τον οποίο γύριζε τα χωριά». Να σημειωθεί ότι η γιαγιά της κ. Χουλιαράκη, η Αγκάσια Βαρφολομέεβα έφερε στον κόσμο τη μητέρα της σε μια επίσκεψή της Θεσσαλονίκη το 1919.
Η Βάλια Σταυρίδου (πάνω δεξιά) με την αδελφή της στο Στάλινγκραντ.
Οταν χάθηκε η γιαγιά της κ. Χουλιαράκη, η μητέρα της και η αδελφή της πήγαν στο Στάλινγκραντ και μεγάλωσαν με τον παππού της που ξαναπαντρεύτηκε. Ο Μανώλης Σταυρίδης ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος που πουλούσε βάφλες στον δρόμο. Ως γνήσιος Ελληνας δεν είχε δεχθεί να δουλέψει σε εργοστάσιο, ήθελε να έχει δική του δουλειά. «Οι φίλοι του στο Στάλινγκραντ τον προειδοποίησαν ότι επέρχεται η σύλληψή του αλλά δεν τους άκουσε, δεν ήταν και εύκολο να φύγει με τα δύο κορίτσια».
Για τις συλλήψεις αποφάσιζε η τρόικα, αποτελούμενη από τον γραμματέα της κομματικής επιτροπής, τον γραμματέα των μυστικών υπηρεσιών και τον εισαγγελέα. «Ο αριθμός των ανακρίσεων», γράφει ο Τζουχά στο βιβλίο του «Επιχείρηση κατά των Ελλήνων», «εξαρτάτο από την καρτερικότητα του κατηγορουμένου. Οι Ελληνες στην πλειονότητά τους ήταν Πόντιοι που ζούσαν σε διάφορα μέρη, στο Βατούμ, στην Ατζαρία και στην Οδησσό, οι οποίοι αντιμετώπισαν το λιγότερο δύο φορές τον ανακριτή. Κατά κανόνα, η πρώτη ανάκριση δεν απέφερε στον ανακριτή το ζητούμενο αποτέλεσμα. Η μόνιμη σταθερή ερώτηση όλων των ανακριτών προς όλους τους ανακρινομένους ήταν: “Είσαι μέλος αντεπαναστατικής οργάνωσης;”. Ο κρατούμενος ανακρινόταν ώσπου να υπογράψει το σχετικό πρωτόκολλο της ομολογίας του…».
Η πλατεία του Στάλινγκραντ, με το άγαλμα των παιδιών που χορεύουν γύρω από έναν κροκόδειλο, τον χειμώνα του 1942-43.
Ο Σταυρίδης φαίνεται ότι υπέγραψε την «ομολογία» του πως υπήρξε μέλος ελληνικής συνωμοτικής οργάνωσης με στόχο την υπονόμευση της σοβιετικής εξουσίας. Αν και πολύ φτωχός, το κοινωνικό του προφίλ, το γεγονός ότι ήταν αυτοαπασχολούμενος και ξένης εθνικότητας, ταίριαζε σε εκείνο του «εχθρού του λαού». Σύμφωνα με τον Ιβάν Τζουχά: «Το 1937-38 ήταν περίπου 3.500. Το σύνολο των Ελλήνων που συνέλαβαν οι Αρχές στην “Ελληνική Επιχείρηση” του Στάλιν ήταν περίπου 14.000. Από αυτούς, οι 11.000 ήταν Σοβιετικοί υπήκοοι ελληνικής καταγωγής και οι 3.500 Ελληνες με ελληνικά διαβατήρια. Δεν εξορίστηκαν μόνο στο Μαγκαντάν, δηλαδή στη ρωσική Απω Ανατολή. Εκεί έφτασαν οι τυχεροί. Πάνω από τα 2/3 εκτελέστηκαν…». Ελάχιστοι από τους συλληφθέντες αρνήθηκαν τις κατηγορίες ή δεν «ομολόγησαν». Απεναντίας η μεγάλη πλειονότητα υπέγραψε όσα είχαν συντάξει οι ανακριτές.
Επί σειρά δεκαετιών, ωστόσο, οι συγγενείς των εξαφανισμένων δεν ήταν σε θέση να μάθουν αν οι δικοί τους άνθρωποι είχαν τουφεκιστεί ή αν ζούσαν ακόμα. Οι δύο κόρες του Σταυρίδη, η Βάλια και η αδελφή της, ουδέποτε έμαθαν ότι ο πατέρας τους εκτελέστηκε, αντίθετα πίστευαν ότι ήταν εξόριστος και ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφε από τα στρατόπεδα εργασίας στο Στάλινγκραντ.
Ο Μανώλης Σταυρίδης στο Στάλινγκραντ. Εκτελέστηκε το 1938.
Μετά την εξαφάνιση του Σταυρίδη τον Μάρτιο του 1938, η Βάλια Σταυρίδου, η μητέρα δηλαδή της κ. Χουλιαράκη – Τζαβέλλα, πήγε στην Οδησσό υπό περιπετειώδεις συνθήκες και συνάντησε τον διαβόητο Νικολάι Γιεζόφ, ηγετική φυσιογνωμία της μυστικής αστυνομίας και δεξί χέρι του Στάλιν. «Ηταν κοντός όπως ξέρετε και η μητέρα μου ήταν πολύ όμορφη και 19 ετών», λέει χαρακτηριστικά η κ. Τζαβέλλα-Χουλιαράκη.
Η Βάλια Σταυρίδου έπεισε τον Γιεζόφ να της δώσει λίγο περισσότερο καιρό να πουλήσει το σπίτι στην Οδησσό και να μπει μαζί με την αδελφή της στο πλοίο που τον Αύγουστο του 1938 τις έφερε στην Ελλάδα.
Η μάταιη προσμονή των παιδιών του
«Δεν μιλούσε μία λέξη ελληνικά και η αδελφή της έπαθε σοκ όταν αντίκρισε τον Πειραιά με τα γυμνά βουνά από πίσω», λέει η κ. Τζαβέλλα – Χουλιαράκη. Η Βάλια έγινε γρήγορα νοσοκόμα στον «Ευαγγελισμό». Ορισμένες φωτογραφίες της από την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου την απεικονίζουν ανάμεσα σε γιατρούς, στρατιώτες, υπαξιωματικούς και άλλες συναδέλφισσές της. Μεταξύ των ασθενών που πέρασαν από τα χέρια της ήταν και ο εκδότης αυτής εδώ της εφημερίδας Γ. Βλάχος, που αποκάλυψε κάποιες απο τις φαντασιώσεις των ασθενών της –και τις δικές του– με το δίστιχο: «Και όταν έρχεται η Βάλια / Τρέχουν ολονών τα σάλια».
Η Βάλια Σταυρίδου (πρώτη από δεξιά, κάτω) με άνδρες και γυναίκες συναδέλφους της στον «Ευαγγελισμό», κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Μέσα στην Κατοχή, Γερμανοί αξιωματικοί κάλεσαν τη Βάλια. «Εκείνη έτρεμε», λέει σήμερα η κ. Χουλιαράκη, «αλλά ο λόγος τής πρόσκλησης ήταν απλός. Ενας αξιωματικός πατέρας είχε τον γιο του που πολεμούσε στο Στάλινγκραντ και ήθελε να μάθει λεπτομέρειες για την πόλη και την περιοχή». Αργότερα, η Βάλια παντρεύτηκε έναν Ηπειρώτη, τον Τζαβέλλα, ενώ στην αδελφή της επετράπη για πρώτη φορά να ταξιδέψει στη Σοβιετική Ενωση μετά την αποσταλινοποίηση του Χρουστσόφ το 1958.
Το νέο ρωσικό διαβατήριο της Βάλιας Σταυρίδου η οποία ταξίδευε διαρκώς από τη δεκαετία του ’60 στην ΕΣΣΔ και μετά το 1990 στη Ρωσία.
Γρήγορα η αδελφή της Βάλιας αντελήφθη ότι δεν μπορούσε να μείνει στη Σοβιετική Ενωση που είχε αλλάξει δραματικά και γύρισε ξανά στην Ελλάδα. Η ίδια η μητέρα της κ. Χουλιαράκη ταξίδεψε το 1964 στην ΕΣΣΔ και στη συνέχεια επαναλάμβανε αυτό το ταξίδι κάθε χρόνο. Κάθε φορά που έβλεπε φίλους ή γνωστούς ρωτούσε τι απέγινε ο πατέρας της. «Η φήμη που υπήρχε στο Στάλινγκραντ ήταν ότι ο πατέρας της γύρισε από το γκουλάγκ και αναζητούσε τις κόρες του». Ωσπου μια συγγενής της κ. Χουλιαράκη έψαξε και βρήκε πριν από μερικά χρόνια την απολογία του Μανώλη Σταυρίδη. Την είχε υπογράψει την ημέρα της σύλληψής του. Είχε εκτελεστεί την ίδια μέρα τον Μάρτιο του 1938. Η Βάλια Σταυρίδη, που περίμενε μια ολόκληρη ζωή να συναντήσει τον Μανώλη Σταυρίδη, δεν πρόλαβε να μάθει τα νέα για τον πατέρα. Είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν στην Αθήνα και αφού η ρωσική ομοσπονδία της είχε δώσει το 1994 το ρωσικό διαβατήριο.
του Τάσου Τέλογλου από την Καθημερινή