Εκλεισε το «Κεντρικόν», εκεί που έτρωγαν ο Χατζιδάκις, ο Παπανδρέου, ο Κάρολος Κουν
To «Kεντρικόν», στη στοά στις αρχές της Κολοκοτρώνη, που για δεκαετίες τάισε εμποροϋπαλλήλους του κέντρου, πολιτικούς και καλλιτέχνες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, αποτελούσε όαση για όσους ήθελαν ένα πιάτο σπιτικό φαγητό.
Έκλεισε αθόρυβα, σαν τα γκαρσόνια που πηγαινοέρχονταν μέσα σε μια θορυβώδη αίθουσα σερβίροντας κοτόπουλο μιλανέζα, προσούτο με πεπόνι, σούπα α λα Ιταλιέν, πιάτα που έβγαιναν από μια κουζίνα συνεπή, παραδοσιακή, αυθεντική. Το gentrification του κέντρου απαιτεί μαγαζιά φτιαγμένα για τους τουρίστες, όχι τους Έλληνες που εκτιμούν ένα κλασικό αστικό εστιατόριο, που κατά πολλούς θα έπρεπε να κηρυχτεί διατηρητέο.
Μάθαμε για την πώληση του Κεντρικόν από το ποστ στο Facebook του συγγραφέα και σύμβουλου εστίασης Μιχάλη Μένεγου:
«Στην Κολοκοτρώνη, στη στοά του Κεντρικού, το εστιατόριο Κεντρικόν έκλεισε για πάντα. Πουλήθηκε, μου είπαν οι σερβιτόροι του απέναντι μπαρ. Έκλεισε για καλοκαίρι και δεν ξανάνοιξε. Εργασίες γίνονται μέσα, ποιος ξέρει σε τι θα μετατραπεί; Ένα εστιατόριο ανθρώπινο, ένα μαγειρείο της προκοπής δεν έμεινε σε ολόκληρο το κέντρο για να φάνε κάπου καλά και προσιτά ένα πιάτο φαΐ και να πάρουν μια ανάσα τόσες εκατοντάδες εμποροϋπαλλήλων κι εργαζομένων σε εταιρείες και υπηρεσίες, παρά μόνο πρόχειρο φαγητό με ύλες άγνωστης προέλευσης.
Ο Δυρός, το Ιντεάλ, η Δωρίς, το Άνθος, τώρα το Κεντρικό, που είχε ρίξει και τις τιμές του μα όχι και την ποιότητα, δίνουν τη θέση τους σε αυτοαναφορικά κοκτέιλ-μπαρ/μιξοκαφετέριες που τίποτα απολύτως δεν προσφέρουν στην περιοχή παρά μόνο στην ξιπασιά των ιδιοκτητών, στον λογαριασμό τους στο Ίνσταγκραμ και στα όνειρά τους για μια θέση στα “καλύτερα μπαρ του κόσμου”, διότι “αφού μπορούν κι οι άλλοι τότε γιατί όχι κι εμείς;” και σε τουρίστες των Αιρ Μπι εν Μπι, καταναλωτές/βαθμολογητές/ρομπότ.
Κανείς όμως δεν φροντίζει να σεβαστεί την ιστορία του χώρου που καταλαμβάνουν, τη μνήμη της ίδιας της πόλης, και γι’ αυτό ακριβώς το μέλλον τους είναι προδιαγεγραμμένο και βεβαίως μετρημένο».
Το Κεντρικόν ξεκίνησε ως καφενεδάκι το 1935 με την ονομασία Λεύκες στη στοά της Κολοκοτρώνη, απέναντι από το θέατρο Κεντρικόν (πρώην Φυρστ), από τον Νίκο Νάνο. Κατά τον ΒΠΠ οι Γερμανοί το μετέτρεψαν σε γκαράζ. Μετά την Κατοχή η γυναίκα του Νάνου άρχισε να φτιάχνει κεφτεδάκια και άλλους μεζέδες. Μαζεύονταν εκεί οι επώνυμοι της εποχής, ποδοσφαιριστές και πολιτικοί, ο Τσαρούχης. Βόλευε, ήταν στην καρδιά του κέντρου, και η περιποίηση δεδομένη.
Το 1963 η κόρη του Νάνου παντρεύεται τον Δημήτρη Κουτουζή, σερβιτόρο του King George, που ξαφνικά βρίσκεται να είναι ιδιοκτήτης και μάγειρας του καφενείου. Το 1965 ο διορατικός Κουτουζής το μετατρέπει σε μικρό εστιατόριο που ζει στιγμές δόξας καθώς η Αθήνα αρχίζει να γίνεται τουριστικός προορισμός.
Γράφει ο Πάνος Γεραμάνης σε άρθρο του το 1998:
«Η πελατεία από τα πρώτα χρόνια ήταν καλλιτέχνες και, γενικά, πνευματικοί άνθρωποι. Δίπλα στο θέατρο ήταν η δισκογραφική RCA-Victor του Γιώργου Ορφανίδη. Για μια πενταετία (1962-1967) ο χώρος αυτός γνώρισε μεγάλες δόξες γιατί εκεί η Αθήνα έζησε έντονα καλλιτεχνικά γεγονότα, όπως τις πρώτες συναυλίες του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Πριν από τις πρόβες και τις παραστάσεις, καλλιτέχνες του τραγουδιού, του θεάτρου, του κινηματογράφου, ο Χορν, η Κοντού, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, ο Χιώτης, η Μαίρη Λίντα, η Ντόρα Γιαννακοπούλου, σύχναζαν στο μικρό Κεντρικόν».
Ο καλλιτεχνικός και πνευματικός οργασμός έκανε μια παύση με τη δικτατορία του 1967.
Το βράδυ του Πολυτεχνείου, στρατιωτικό όχημα είχε σταθμεύσει στην πλατεία Κολοκοτρώνη και οι σφαίρες του σημάδεψαν τους τοίχους του μαγαζιού, ενώ μέσα ήταν ο Κάρολος Κουν, ο Μίμης Κουγιουμτζής και άλλοι ηθοποιοί από το Τέχνης. Το 1971 το Κεντρικόν μεταφέρεται απέναντι, στον χώρο όπου μας υποδεχόταν μέχρι το καλοκαίρι.
Συνεχίζει ο Γεραμάνης: «Έχουμε ζήσει αλησμόνητες στιγμές στο Κεντρικόν, που για χρόνια ολόκληρα είναι στέκι του λαϊκού πολιτισμού”, έλεγε ο Λευτέρης Παπαπδόπουλος που για δεκαετίες καθόταν σε ένα τραπεζάκι στο πατάρι του ρεστοράν και κεντούσε με τη σκέψη του». Το 1969-70 περνούσε κάθε μεσημέρι του εκεί με τη, νεαρή τότε, Αννούλα Βαγενά, πριν εκείνη παίξει στο Προξενιό της Άννας, τον δημοσιογράφο Γιώργο Κοντογιάννη, φίλους και συναδέλφους του καλλιτέχνες. Τον Απρίλη του 1975 ολοκλήρωσε στο πατάρι τα τραγούδια του Αποχαιρετισμός που κυκλοφόρησαν τρεις μήνες αργότερα, ερμηνευμένα από την Γαλάνη και τον Μητσιά.
Με τη μεταπολίτευση το Κεντρικόν γίνεται μόνιμο στέκι διανοούμενων, δημοσιογράφων και πολιτικών που το έχουν τόπο συνάντησης. Οι δημοσιογράφοι των Νέων και του Βήματος κάνουν τη μικρή διαδρομή από τη Χρήστου Λαδά για να γευματίσουν εδώ.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έμπαινε και πήγαινε κατευθείαν στην κουζίνα, στους μάγειρες, και έλεγε «από εδώ θα φάμε, εδώ είναι η παραγωγή». Η Μελίνα και η πλειοψηφία των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, ήταν συνήθως εδώ. Ο Αντώνης Σαμαράκης έμπαινε και άμα είχε κέφια, και «ειδικά αν ήταν κάποια ωραία γυναίκα μέσα», κερνούσε όλο το κατάστημα.
Υπήρχαν πελάτες που είχαν φάει περισσότερες φορές στη χαώδη αίθουσα του Κεντρικόν παρά σπίτι τους.
Τότε το μενού πρότεινε 150 διαφορετικά πιάτα: μπιτόκ αλά ρους, κανελόνια αλά Τοσκάνα, σαρδέλες Πορτογαλίας, αρνάκι αλά κασάπα, μελιτζάνες ραγκού. Στο τέλος, κρέμα καραμελέ, βεβαίως. Ήταν τέτοιο το δέσιμο των πελατών με το Κεντρικόν, που όταν ο Κάρολος Κουν αρρώστησε, το εστιατόριο πήγαινε φαγητό στον σκύλο του που είχε μείνει μόνος του στο σπίτι στον Λυκαβηττό.
Το 1998 το εστιατόριο ανέλαβε ο γιος του Δημήτρη, Νίκος Κουτουζής, ο οποίος ποτέ δεν πρόδωσε τις παραδοσιακές αξίες του παππού: Τήρησε το μεγάλο μενού με τις ποικιλίες από σαλάτες, σούπες, μαγειρευτά, πιάτα πάντα κλασικά, καθόλου πειραγμένα και γεύσεις πιστές στην πατροπαράδοτη συνταγή. Οι πελάτες του παρέμειναν πιστοί, άνθρωποι από την επαρχία που στις επισκέψεις τους στην Αθήνα για τις δουλειές του πάντα πέρναγαν, επιχειρηματίες που έκαναν εδώ τα επαγγελματικά τους ραντεβού, πολιτικοί, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Στον Μίκη Θεοδωράκη πια έστελναν το φαγητό πακέτο στο σπίτι του, όμως υπήρχαν οι νέεοι πελάτες: ο Γιάννης Μπέζος, ο Ακύλλας Καραζήσης, ο Γιώργος Κοτανίδης.
Όμως τα παρελκόμενα της κρίσης είχαν αρχίσει να φαίνονται. Σε ρεπορτάζ της Λίνας Ρόκου το 2015 στα αστικά εστιατόρια του κέντρου για την Popaganda, o Nίκος Κουτουζής εξομολογείται:
«Σε όλες τις παρέες που έρχονται στο εστιατόριο, το κεντρικό θέμα συζήτησης είναι ο ΕΝΦΙΑ. Δεν θα εκφραστεί στην κατανάλωση όλη αυτή η φοροκαταιγίδα; Πού θα ξεσπάσει; Ούτε χαρτζιλίκι δεν βγαίνει. Την ξέρω αυτή τη δουλειά. Ξέρω ότι ο σωστός εστιάτορας, αυτός που δεν κλέβει δηλαδή, δεν γίνεται ποτέ πλούσιος. Δεν περιμένω λοιπόν να γίνω πλούσιος. Πρέπει να μπορώ να ζήσω όμως, να πληρώνω τους υπαλλήλους μου. Να μη χρωστάω. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν χρωστούσα πουθενά. Τώρα κάθε τόσο κάνω ρυθμίσεις στο ΙΚΑ, στην εφορία, στον ΟΑΕΕ. Είδα ότι το Ιντεάλ έκλεισε για το καλοκαίρι. Ξέρω ότι είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά πραγματικά εύχομαι να τα καταφέρει. Για μένα το Ιντεάλ ήταν ένα πανεπιστήμιο. Πήγαινα εκεί και μάθαινα σέρβις, ντιζάιν, συμπεριφορά, σημείωνα συνταγές. Ποιοι έχουμε μείνει; Μόνο εμείς και ο Φιλίππου στο Κολωνάκι κι έτσι δημιουργείται καλός ανταγωνισμός. Αλλιώς ποιον θα ανταγωνιστώ; Τα τουριστομάγαζα στην Πλάκα;».
Πηγή: iefimerida.gr