H απάντηση Παυλόπουλου προς τους ανιστόρητους για το ρόλο του Καποδίστρια

Του Προκόπη Παυλόπουλου *
Αποτελεί εξαιρετική τιμή για μένα, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, το γεγονός ότι εγκαινιάζω σήμερα το «Μουσείο Καποδίστρια». Του πρώτου Κυβερνήτη της Χώρας, που υπήρξεν όχι μόνον ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και ένας κορυφαίος διπλωμάτης, ο οποίος, προτού αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης της Πατρίδας μας και ενόσω υπηρετούσε στην ρωσική τσαρική αυλή, επηρέασε και διαμόρφωσε, όσο κανένας άλλος Έλληνας, την διεθνή πολιτική σκηνή της εποχής του. Ο Μεγάλος αυτός Έλληνας γεννήθηκε στο πανέμορφο και με τόσο ένδοξη ιστορία Νησί της Κέρκυρας, στα ιερά χώματα του οποίου και αναπαύεται αιωνίως. Η πλήρης αφοσίωσή του στην αγωνιώδη προσπάθειά του να οικοδομήσει Κράτος, μέσα στο χάος του μετεπαναστατικού τοπίου που παρέλαβε μετά την επιτυχία της Εθνεγερσίας του 1821, υπήρξε μοναδική και ανυπέρβλητη, πραγματική «Εθνική Παρακαταθήκη» προσήλωσης στο Εθνικό Χρέος και διαρκές παράδειγμα προς μίμηση ιδίως για τους Έλληνες Πολιτικούς.

I.Είναι αδύνατο ν’ αναφερθεί κανείς λεπτομερώς σ’ όλους τους σταθμούς της λαμπρής σταδιοδρομίας του Ιωάννη Καποδίστρια. Επιτρέψατέ μου, λοιπόν, να επικεντρώσω την ομιλία μου, έστω δι’ ολίγων και εντελώς ενδεικτικά, σε μερικούς μόνον από αυτούς:

A. Η πρώτη ανάμειξή του με την πολιτική λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της Ιονίου Πολιτείας.

1. Τον Απρίλιο του 1801, κλήθηκε ν’ αντικαταστήσει τον πατέρα του, Αντώνιο-Μαρία Καποδίστρια, στην αποστολή που αυτός είχε αναλάβει, μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο, για την αποκατάσταση της τάξης στην Κεφαλονιά. Έτσι, στις 27 Απριλίου του 1801, αποβιβάσθηκε μαζί με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά και με την ιδιότητα των αυτοκρατορικών επιτρόπων ανέλαβαν προσωπικώς την διοίκηση του Νησιού. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, και αφού είχε αποκατασταθεί πλήρως η τάξη, επέστρεψαν στην Κέρκυρα.

2. Τον Απρίλιο του 1803, ο Ιωάννης Καποδίστριας αναλαμβάνει την θέση του Γραμματέως του Κράτους στο Τμήμα Εξωτερικών Υποθέσεων, έχοντας ως αρμοδιότητα την επικοινωνία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Τον Μάιο του 1805, ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξουσίου, η Γερουσία εξέλεξε δεκαμελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση ως προς τις διατάξεις του Συντάγματος που θα έπρεπε ν’ αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806, έληξε η θητεία του ως Γραμματέως του Κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε την διεύθυνση της Δημόσιας Σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.

3. Στις εκλογές του 1806, ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους Πληρεξούσιος στην Κέρκυρα. Εξελέγη, επίσης, Γραμματέας της Γερουσίας και, στην συνέχεια, Γραμματέας και Εισηγητής της Επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου Συντάγματος. Κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του διαφώνησε με τον Ρώσο πληρεξούσιο, Μοτσενίγου, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ήταν κατά πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές της ρωσικής αυλής. Παρ’ όλα αυτά, και προς αποφυγήν αδιεξόδου, ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στην Γερουσία την ψήφιση του Συντάγματος με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγου θα τύγχανε έγκρισης από την ρωσική αυλή.

4. Στις 2 Ιουνίου του 1807, η Γερουσία τον διόρισε Έκτακτο Επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του Νησιού εναντίον των βλέψεων του Αλή Πασά. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στην ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφθασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες, καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος.

α) Ο Καποδίστριας ανταποκρίθηκε με πλήρη επιτυχία στην αποστολή του. Μάλιστα δε, μαζί με τον Ιγνάτιο, οργάνωσαν και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματολών, η οποία συνήλθε στην παραλία του «Μαγεμένου» στην Νικιάνα, τον Ιούλιο του 1807. Σ’ αυτήν συμμετέσχαν πολλοί Οπλαρχηγοί, όπως ο Αντώνης Κατσαντώνης, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Λάμπρος Τζαβέλας, ο Γρίβας, ο Βαρνακιώτης, ο Μπουκουβάλας κ.ά. Λέγεται ότι εκεί γνώρισε ο Καποδίστριας τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια αυτής της σύναξης ο Καποδίστριας, απευθυνόμενος στους Καπεταναίους, έκανε την ακόλουθη πρόποση: «Eλπίζω η Πατρίς να σας καλέσει συντόμως δια σκοπόν πολύ υψηλότερον». Ο Κατσαντώνης, απαντώντας εκ μέρους όλων των Οπλαρχηγών, ορκίσθηκε να μην καταθέσει τα όπλα προτού δει την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

β) Όμως η συνθήκη του Τιλσίτ, που συνομολογήθηκε μεταξύ Ρώσων και Γάλλων, επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας ν’ ανακληθεί στην Κέρκυρα και οι Έλληνες Οπλαρχηγοί ν’ απομονωθούν, παρά τις ρητές οδηγίες του προς την Γερουσία, με τις οποίες συμβούλευε το Σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και, αφετέρου, να τον κρατούν μακριά από την Λευκάδα.

Β. Αφού αρνήθηκε τα αξιώματα που του προσέφερε ο Γάλλος στρατηγός Μπερτιέ (Berthier), ο Καποδίστριας αποδέχθηκε την πρόταση που ήλθε από την Ρωσία, τον Μάιο του 1808, όταν ο Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του απέστειλε επιστολή με την οποία, αφού του ανακοίνωνε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη Β’ Τάξεως του Ταγμάτος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου αυτός κατέφθασε τον Ιανουάριο του επομένου έτους. Τελικώς, ο Καποδίστριας διορίσθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος και έτσι ξεκίνησε η λαμπρή διπλωματική του σταδιοδρομία. Συγκεκριμένα:

1. Μετά από μια σειρά επιτυχών διπλωματικών ελιγμών του Καποδίστρια στην Ελβετία, όπου, ως μυστικός απεσταλμένος του Τσάρου Αλέξανδρου, κατόρθωσε ν’ ακυρώσει τα σχέδια της Αυστρίας και του Μέττερνιχ για εγκαθίδρυση φίλα προσκείμενης κυβέρνησης, με σκοπό να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια, ο Τσάρος Αλέξανδρος τον διόρισε έκτακτο απεσταλμένο του και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Από την θέση αυτή ο Καποδίστριας συνέβαλε τα μέγιστα στην θέσπιση του Ελβετικού Συντάγματος πάνω στις αρχές της αρχαιοελληνικής άμεσης δημοκρατίας και συνεισέφερε, με προσωπικά προσχέδια, στο ελβετικό πολιτειακό σύστημα, το οποίο προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως μέλη της Ελβετικής Ομοσπονδίας. Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο αυτό κρατίδιο υπήρξε καθαρά δική του πρωτοβουλία. Θεωρείται ο πρώτος επίτιμος Πολίτης της Ελβετίας. Τους δεσμούς που τον έδεναν εξ αρχής με την Πατρίδα καταδεικνύει μ’ ενάργεια το ότι με δικά του χρήματα σπούδασαν 300 Ελληνόπουλα στην Ευρώπη, αλλά –τι περίεργο «παιχνίδι» της μοίρας» (!)- σύμφωνα με μια εκδοχή, και ο ένας εκ των δύο δολοφόνων του.

2. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1814, άρχισε το Συνέδριο της Βιέννης. Συνέδριο σταθμός για την Ευρωπαϊκή Ιστορία, στο οποίο ο Καποδίστριας συμμετέσχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπίας. Στα τέλη του 1814, διορίσθηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της Επιτροπής των Πέντε. Η παρουσία του Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βιέννης κρίνεται ως καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέασε αποφασιστικά τον Τσάρο. Κατά την μαρτυρία του ιππότη φον Γκεντς, συμβούλου του Μέττερνιχ, η τελική πράξη του Συνεδρίου, που υπογράφηκε τον Μάιο του 1815, ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου.

3. Μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του ως διπλωμάτη, υπήρξεν η σύναψη της Συνθήκης των Παρισίων της 5ης Νοεμβρίου 1815, όταν ο Καποδίστριας, εκπροσωπώντας την Ρωσία, πέτυχε να εξασφαλίσει τόσο την ακεραιότητα της Γαλλίας -αφού προηγουμένως είχε πείσει για την ορθότητα αυτής της επιλογής τον ίδιο τον Τσάρο- όσο και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση κατέστη δυνατόν οι Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων ν’ αποκτήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά Κράτους. Δηλαδή Σύνταγμα, Ένοπλες Δυνάμεις, εκλεγμένη Κυβέρνηση και Σημαία. Μετά την επιτυχία του αυτή, ο Τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια Γραμματέα επί των Εξωτερικών Υποθέσεων, θέση που θα μοιραζόταν με τον ήδη διορισθέντα, το 1814, Νέσελροντ.

4. Το 1820 και το 1821 συμμείχε στα Συνέδρια του Τροππάου και του Λάϊμπαχ. Στα δύο αυτά Συνέδρια ο Τσάρος Αλέξανδρος, επηρεασμένος από τον Μέττερνιχ, ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας, παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον Καποδίστρια. Στο Συνέδριο του Λάϊμπαχ ήλθε η είδηση για την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, την οποία ο Τσάρος αυστηρά καταδίκασε. Η διαφωνία μεταξύ Τσάρου και Καποδίστρια δεν άργησε να εκδηλωθεί, ενώ από τα τέλη του 1821 ο Καποδίστριας είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια. Στις αρχές του 1822, ο Τσάρος αποφάσισε να του αφαιρέσει την διαχείριση του Ανατολικού Ζητήματος. Στις 19 Αυγούστου του 1822, ο Καποδίστριας αναχώρησε από την Αγία Πετρούπολη, αφού πρώτα παραιτήθηκε από την ρωσική κυβέρνηση, και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στην Γενεύη, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, προκειμένου να βοηθήσει την Ελληνική Επανάσταση.

ΙΙ. Αφήνοντας πίσω μια τόσο λαμπρή, διπλωματική, σταδιοδρομία στην ρωσική τσαρική αυτή, ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, αποβιβάζεται στις 11 Ιανουαρίου του 1828 στην Αίγινα και αντικρίζει μια εικόνα αποκαρδιωτική. Η οποία, όμως, τον οπλίζει και με την αναγκαία σ’ εκείνες τις περιστάσεις αποφασιστικότητα, προκειμένου να προσφέρει τα πάντα υπέρ του Ελληνικού Λαού, ο οποίος εμπιστεύθηκε την τύχη του στα χέριά του.

Α. Σύμφωνα με τ’ «Απόλογα» για τον Καποδίστρια του Γ. Τερτσέτη, ο ίδιος τότε είπε: «Είδα πολλά εις την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα δεν είδα παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί…Δεν λυπούμαι, δεν απελπίζομαι· προτιμώ αυτό το σκήπτρο του πόνου και των δακρύων παρά άλλο· ο θεός μου τόδωσε, το παίρνω, θέλει να με δοκιμάσει· είμαι από τη φυλή σας· εις ένα μνήμα μαζί σας θα θαφτώ·…Μη μου ζητείτε ζωγραφιές πολύτιμες εις οικοδόμημα ακόμη ατελείωτο. Μέτρο μας και άστρο εις δεινά ελληνικά, θεραπεία ελληνική. Με το στόμα μας, όχι ως οι χειρούργοι της Ευρώπης κόφτοντες, αλλά με το στόμα μας να βυζαίνομε το έμπυο της πατρίδας μας διά να την γιάνομε».[1] Έτσι, στις 26 Ιανουαρίου 1828, ορκίσθηκε Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της ελεύθερης, μα μικρής και ρημαγμένης Πατρίδας, για την ανόρθωση και ανασύνταξή της.

Β. Από τα πολλά και άκρως σημαντικά, που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της σύντομης διακυβέρνησης της Χώρας από τον Καποδίστρια, αξίζει να σημειωθούν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Mε εισήγηση του Καποδίστρια, η Γ’ Εθνική Συνέλευση, η οποία, μετά το πέρας των εργασιών της, είχε συγκροτηθεί σε σώμα ως (απλή) Βουλή, ανέστειλε την εφαρμογή του Συντάγματος της Τροιζήνας και αυτοκαταργήθηκε. Η Βουλή υιοθέτησε ψήφισμα στις 18 Ιανουαρίου του 1828, με το οποίο ίδρυε νέο «προσωρινό» Πολίτευμα, το οποίο ανέθετε όλες τις εξουσίες στον Κυβερνήτη. Δίπλα στον Καποδίστρια θα λειτουργούσε ως συμβουλευτικό όργανο το Πανελλήνιο, το οποίο, σύμφωνα με νεότερο ψήφισμα του Κυβερνήτη, θα αποτελούνταν από 27 μέλη που ο ίδιος θα επέλεγε. Κατανεμημένα σε τρία 9μελή τμήματα, τα τελευταία θα διατύπωναν γνώμη για τα οικονομικά, τα διοικητικά και τα στρατιωτικά ζητήματα, αντιστοίχως. Ταυτοχρόνως, εξαγγελλόταν η σύγκληση της Δ′ Εθνικής Συνέλευσης τον Απρίλιο του 1828. Πολλοί άσκησαν κριτική στον Καποδίστρια, ότι οι επιλογές του αυτές απηχούσαν τις πολιτικές του αντιλήψεις υπέρ της Δεσποτείας και κατά της Δημοκρατίας. Αλλά σύμφωνα με τον Νίκο Αλιβιζάτο: «Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας δεν άρεσε ούτως ή άλλως στον Καποδίστρια, ο οποίος έχοντας πλήρη συναίσθηση των συνθηκών που επικρατούσαν τότε στην Ευρώπη, όχι μόνον δεν αντιτάχθηκε στην επιλογή του Λεοπόλδου του Βελγίου ως βασιλιά, αλλά, αντίθετα, τον παρότρυνε να δεχθεί τον ελληνικό θρόνο που του είχε προσφερθεί. Εύλογα, συνεπώς, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι, με τον ρεαλισμό που τον διέκρινε, ήταν οπαδός της συνταγματικής μοναρχίας –του ίδιου τύπου με εκείνην που επρόκειτο να καθιερώσει λίγο αργότερα το Σύνταγμα του 1844- με τον εαυτό του στη θέση του πανίσχυρου πρωθυπουργού και όχι του ανεύθυνου μονάρχη».[2]

Γ. Στο εσωτερικό, ο Καποδίστριας είχε ν’ αντιμετωπίσει την πειρατεία, την διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της Χώρας. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε ο Καποδίστριας για την δημιουργία δικαστηρίων, θεσπίζοντας και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του Στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε, επίσης, Εθνικό Νομισματοκοπείο, ενώ καθιέρωσε τον Φοίνικα ως Εθνικό Νόμισμα. Όσον αφορά την εκπαίδευση, ανήγειρε νέα σχολεία, εισήγαγε την μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου και ίδρυσε Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο. Ανήγειρε, ακόμη, το Ορφανοτροφείο Αίγινας. Δεν ίδρυσε Πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Μερίμνησε για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση Ελληνικών Πόλεων, όπως το Ναύπλιο, το Άργος, το Μεσολόγγι και η Πάτρα, έργο που ανέθεσε στον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτιο Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες, για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο.

Τον Οκτώβριο του 1829, ίδρυσε το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα. Όσον αφορά την Ελληνική Οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και ενεθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας. Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την Ελληνική Οικονομία, ο Καποδίστριας ίδρυσε την «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα», η οποία όμως απέτυχε. Είτε γιατί, κατά μία άποψη, το Δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων, είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτό θεσμό. Σχετικά με την εσωτερική του πολιτική, πρέπει να μνημονευθεί η μεγάλη έμπρακτη συμβολή του φίλου του Καποδίστρια Ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου, ο οποίος δικαίως θεωρείται και ο θεμελιωτής της μακράς και ανέφελης Ελληνο-Ελβετικής Φιλίας.

Δ. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια αξίζει να υπογραμμισθεί ότι, μετά από διαπραγματεύσεις, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.

Συμπερασματικώς, ο Καποδίστριας αφιέρωσε, κυριολεκτικώς, τον εαυτό του στον ιερό σκοπό της δημιουργίας εκ του μηδενός σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, βάζοντας τις βάσεις για μιαν Ελλάδα αντάξια του παρελθόντος της αλλά και της προοπτικής της. Ακαταπόνητος και αποφασιστικός, εργάσθηκε «με λογισμό και μ’ όνειρο», για να θυμηθούμε τον στίχο του Διονυσίου Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Μόλις τριάμισι χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, η δολοφονία του στο Ναύπλιο, καθαρώς πολιτική δολοφονία, από τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργο Μαυρομιχάλη –και εκείνους βεβαίως που κρύβονταν πίσω τους, ως ηθικοί αυτουργοί, εντός και εκτός Ελλάδας- έβαλε θλιβερό τέλος στο μεγαλόπνοο έργο του και βύθισε τον Ελληνικό Λαό σε βαρύ πένθος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μνήμη του Ιωάννη Καποδίστρια, ιδίως κατά την σημερινή πολλαπλώς κρίσιμη συγκυρία, δεν ανήκει μόνο στην Ιστορία. Αποτελεί, για όλους μας, δείκτη πορείας, προκειμένου ν’ αντιληφθούμε, καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, για την Ελλάδα μας αυτό που συμπυκνώνει καιρίως ένας στίχος του Ιωάννη Πολέμη: «Τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει».

[1] Στο Προλογικό Σημείωμα του Ηλία Μαγκλίνη στο βιβλίο του Παναγιώτη Πασπαλιάρη, Ο Ιωάννης πίσω από τον Καποδίστρια, σειρά: Ηγέτες, Η Καθημερινή, Αθήνα 2014, σελ. 15-16.

[2] Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010», Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 57-58.

*ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ «ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ»ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ -2017

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *