Η αρχή του αυτοπροσδιορισμού και το όνομα της Μακεδονίας
Υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το ανάμα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Προβάλλεται η άποψη ότι αρκεί ο αυτοπροσδιορισμός για να υπάρχει δικαίωμα στο όνομα. Η άποψη αυτή δεν είναι σωστή.
Στην περίπτωση της γείτονος, ο αυτοπροσδιορισμός μπόρεσε να δικαιολογήσει στη διεθνή κοινότητα την αυτοδιάθεση, που μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ήταν και πραγματική κατάσταση. Αρκεί όμως και για να δικαιολογήσει δικαιώματα του «αυτοπροσδιοριζόμενου» σε ονόματα και σύμβολα, τα οποία ανήκουν στην ιστορική αλήθεια κάποιου άλλου;
Κατά την άποψή μας δεν αρκεί, αφού το έθνος δεν είναι ένα μεταμοντέρνο αφήγημα, που βασίζεται μόνο στον καταγωγικό μύθο και το φαντασιακό αφήγημα που δομείται επάνω του – στον μύθο που μπορεί να τοποθετείται στη μοντέρνα εποχή. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι έννοια που εφευρέθηκε και προωθείται, μαζί με τη φαντασιακή δόμηση της εθνότητας (ethnicity αντί nationality), από κύκλους των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τα ψηφίσματα της ΔΑΣΕ.
Ο επιστημονικός τόπος αντίληψης της δόμησης της παραγωγικής συγκρότησης των κοινωνιών, δεν αρνείται το ότι η αυτοδιάθεση μπορεί να δικαιολογείται από πολλούς παράγοντες, αλλά δεν μπορεί να δώσει την έννοια του έθνους ούτε το αίτημα για την αυτοδιάθεση, ούτε ο αυτοπροσδιορισμός από μόνος του.
Αυτή η παραδοχή είναι δεν είναι μία φιλολογική πολυτέλεια που υποκρύπτει μια επικίνδυνη πατριδολατρεία, ένα σοβινισμό και έναν εθνικισμό. Είναι μία αναγκαία επιστημονική, σημασιολογική διάκριση, προκειμένου να τίθεται ανάχωμα στις μεταμοντέρνες θεωρίες. Είναι άξονας αποτροπής της αναθεώρησης των συνόρων και εξυπηρετεί την εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Είναι η επιστημονική άποψη που μας οπλίζει για την αποτροπή της κυριαρχίας των διεθνικών μονοπωλιακών οικονομικών συμφερόντων που απεργάζονται την ιδέα του κατακερματισμού των παραδοσιακών εθνών-κρατών, αφού η παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση εμποδίζεται από τα έθνη-κράτη που δομούν τη λαϊκή κυριαρχία και το κοινωνικό κράτος δικαίου στην ανεξαρτησία του ιστορικού εδαφικού τους χώρου, την κυριαρχία επί του οποίου εμπεδώνουν και υπερασπίζονται.
Στον επιστημονικό άνθρωπο οι όροι πατρίδα, έθνος, κράτος, διεθνισμός δεν είναι όροι του φαντασιακού, ή της ηρωικής δεοντολογίας, αλλά όροι επιστημονικοί.
Ως τέτοιοι όροι πρέπει να ερμηνεύονται και οι αμοιβαίες δεσμεύσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για την ένταξη της δεύτερης στη διεθνή κοινότητα με ονομασία, η οποία θα γίνεται αμοιβαία αποδεκτή και θα ισχύει έναντι όλων, με τρόπο που δεν θα αφήνει περιθώρια αμφιβολιών σχετικά με τη διάκριση μεταξύ του εδάφους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και περιοχών σε γειτονικές χώρες, ειδικότερα, της περιοχής της Μακεδονίας στη βόρεια Ελλάδα.
Έχουμε ενώπιόν μας μία περίπτωση όπου γίνεται αποδεκτό το αίτημα αυτοδιάθεσης του πληθυσμού μιας περιοχής που ταυτίζεται εδαφικά με τα όρια της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Από εκεί και πέρα το δικαίωμα στο όνομα δεν είναι δικαίωμα ανάλογο με την αυτοδιάθεση, ούτε επιλύεται μονομερώς με την αρχή του αυτοπροσδιορισμού.
Τα κριτήρια που προσδιορίζουν σε ποιο έθνος ή σε ποια πληθυσμιακή ομάδα ανήκει κάποιος είναι επιστημονικά και αντικειμενικά.
Υποστηρίζεται, ότι η χρήση του όρου «Μακεδονία» είναι απλά γεωγραφική. Στην περίπτωση, όμως του γειτονικού κράτους, δεν πρόκειται για αυτό. Για τους γείτονές μας ο όρος Μακεδονία, μακεδονική γλώσσα, μακεδονικό έθνος δεν είναι μόνο γεωγραφικοί. Αυτό το καταλαβαίνουμε, ιδίως, μετά την πρόταση για ονομασία του γειτονικού Κράτους «Μακεδονία του Ίλιντεν» ή «Μακεδονία του Κρούσεβο», οπότε δε μένει αμφιβολία ότι ο όρος «μακεδονικός» ως έννοια δεν αφορά γεωγραφικό, αλλά εθνοτικό προσδιορισμό, κάτι που δεν υφίσταται. Ενώ, η απόπειρα για ονομασία που περιείχε το Ίλιντεν, πρέπει να λογίζεται ως «προοδευτική» παράλλαξη του αλυτρωτισμού και του επιθετικού εθνικισμού. Το Ίλιντεν σήμερα στη γείτονα δεν εορτάζεται ως επέτειος της κοινωνικής επανάστασης, αλλά ως αφετηρία της συγκρότησης του «μακεδονικού» έθνους, με επιθετικό προσανατολισμό προς τα εδάφη της Ελλάδας.
Έθνος, είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού. Με βάση αυτήν την παραδοχή, δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος (και αντίστοιχα ύπαρξη μακεδονικής εθνικής μειονότητας, ως κομμάτι αυτού του έθνους που έμεινε έξω από τα σύνορά του). Στο γεωγραφικό έδαφος της Μακεδονίας διασταυρώθηκαν πάρα πολλοί λαοί, γλώσσες και πολιτισμοί, που, για πολλούς αιώνες, έζησαν δίχως σύνορα και ανέπτυξαν μεταξύ τους πολύμορφες σχέσεις.
Η πληθυσμιακή και εθνολογική σύνθεση της περιοχής της Μακεδονίας, στην νεότερη αντιληπτή ιστορική πραγματικότητα, γιατί στην αρχαιότερη εποχή – προ της καθόδου των Σλάβων τον 6ο μ.Χ αιώνα δεν γίνεται λόγος – δεν τεκμηριώνει επιστημονικά τους ισχυρισμούς περί ύπαρξης χωριστής «μακεδονικής» εθνότητας. Τέτοια εθνότητα δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρχαν στη Μακεδονία πληθυσμοί ελληνόφωνοι – ελληνικής καταγωγής, Σλαβόφωνοι – σλαβικής καταγωγής (Σέρβοι, Βούλγαροι, Σλάβοι γενικά), Σλαβόφωνοι ελληνικής καταγωγής (γραικομάνοι), Αρβανίτες, Βλάχοι (Ελληνοβλάχοι και Ρουμανοβλάχοι), Τούρκοι, Αρμένηδες και Εβραίοι, αλλά σε καμιά περίπτωση χωριστή «μακεδονική» εθνότητα. Ο Ρήγας Βελεστινλής καλεί όλους τους Λαούς της Βαλκανικής να αποτινάξουν την αισχρή δεσποτεία του Σουλτάνου. Αναφέρει αυτά τα έθνη και κάποια άλλα. Ένα έθνος δεν αναφέρει τους «Μακεδόνες», παρόλο που στο χαρτογραφικό έργο του τη Χάρτα της Ελλάδος, αναγνωρίζει την περιοχή της Μακεδονίας ως Μακεδονία. Άρα, στην εποχή του Ρήγα και της Τουρκοκρατίας δεν υπάρχει ταυτοποιημένο «Μακεδονικό» έθνος, ενώ υπάρχει Βουλγάρικο, Ελληνικό, Αλβανικό. Η καθημερινότητα ώθησε τους Λαούς αυτούς, για να συνεννοούνται στην ανάπτυξη μιας εμπορικής, κρεολής, σλαβικής γλώσσας, η οποία είναι κατά βάση Βουλγαρική, με πάμπολλες λέξεις αρβανίτικες, ελληνικές και τούρκικες. Δεν είναι η μοναδική κρεολή γλώσσα στον πλανήτη. Υπάρχουν κρεολές διάλεκτοι της Αγγλικής, της Γαλλικής, της Ισπανικής και της Πορτογαλικής. Στην Αφρική είναι διεθνική γλώσσα συνεννόησης τα pidgin ή broken English. Η χρήση αυτής της διαλέκτου δεν κάνει τους Κενυάτες Ουγκαντέζους, ούτε τους πάντες Άγγλους ή τους πάντες Αφρικανούς, αφού τα κράτη της Αφρικής, όπως απέδειξαν οι αντιαποικιακοί αγώνες έχουν ιστορική εθνική συνείδηση.
Η γλώσσα, από μόνη της, δεν προσδιορίζει το έθνος, αν λείπουν και τα άλλα στοιχεία, τα οποία είναι σωρευτικά και όχι διαζευκτικά. Στην περιοχή της Μακεδονίας υπήρχαν και Ελληνόφωνοι που είχαν βουλγαρική εθνική συνείδηση.
Μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, η γεωγραφική Μακεδονία χωρίστηκε σε Ελληνική, Βουλγαρική και Γιουγκοσλαβική. Ο κάθε λαός ακολούθησε τον δικό του δρόμο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συγκρότησης, ανάλογα με το πού κατοικούσε. Μετά μάλιστα το 1922, και τις ανταλλαγές πληθυσμών στη δεκαετία του 1920, η ελληνική περιφέρεια της Μακεδονίας απέκτησε και αμιγή ελληνικό πληθυσμό.
Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν από τις γενικότερες εξελίξεις των τελευταίων 80 χρόνων. Μάλιστα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λαοί έζησαν και σε διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, σε διαφορετική παραγωγική συγκρότηση, σε άλλες κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες.
Δεν είναι, λοιπόν, επιστημονικά σωστοί οι ισχυρισμοί για ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους και, «μακεδονικής» γλώσσας, μάλιστα, από αρχαιοτάτων χρόνων. Δεν είναι δυνατό να ταυτοποιείται ως «εθνική γλώσσα» το οποιοδήποτε γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο δεν έχει ιδεολογική λογοτεχνική αναφορά.
Σλαβόφωνοι υπάρχουν στην Ελλάδα. Και σαν γλωσσική μειονότητα πρέπει να είναι απολύτως σεβαστοί και να αποτελέσουν γέφυρα φιλίας με το Λαό της πΓΔΜ.
Η προσπάθεια, όμως, να δημιουργηθεί σε ένα τμήμα των Σλαβοφώνων, αντίληψη μακεδονικής εθνότητας είναι τιτοϊκής προέλευσης, την οποία αγκάλιασαν τα μεγάλα διεθνή οικονομικά συμφέροντα, που και τότε «βοηθούσαν» τον Τίτο ενάντια στην ΕΣΣΔ, αλλά και σήμερα επιδιώκουν την απομόνωση και περικύκλωση της Ρωσίας.
Η προσπάθεια επίλυσης του ονοματολογικού της γείτονος είναι προσπάθεια που συνειδητά επιδιώκει την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ για να δημιουργήσει προβλήματα αποσταθεροποίησης στην περιοχή. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα διεθνή χρηματοπιστωτικά, γεωπολιτικά συμφέροντα της τραπεζοκρατίας επιδιώκουν τη δημιουργία μικρών και αδύναμων κρατών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (και όχι μόνο), κρατών δορυφόρων και την ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων στο εσωτερικό των χωρών-μελών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος για αποδυνάμωση των εθνικών κρατών που παραδοσιακά υπήρχαν, για να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της EE, με τη δημιουργία ενός αυταρχικού αντιδημοκρατικού ομοσπονδιακού υπερκράτους, υπό την απόλυτη κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών και του νεοφιλελευθερισμού.
Τυχόν, αναγνώριση «μακεδονικής» εθνότητας και συνεπώς και εθνικής μειονότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, έστω και με τον πλάγιο τρόπο της ονομασίας, θα αποτελέσει, το πρώτο βήμα για την αμφισβήτηση των συνόρων και την αναθεώρηση του εδαφικού status στην περιοχή.
Το όνομα της γείτονος έχει σημασία. Δεν πρέπει να λυθεί με επιπολαιότητα κατά την υπαγόρευση της Ευρωπαϊκής Ένωση και του ΝΑΤΟ, με αμφίβολα και θολά ανταλλάγματα. Αν δεν μπορούμε να αποτρέψουμε την ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ, πρέπει, τουλάχιστον, να επιμείνουμε ώστε η ονομασία της γείτονος να έχει γεωγραφικό προσδιορισμό και να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολιών σχετικά με τη διάκριση μεταξύ του εδάφους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και περιοχών σε γειτονικές χώρες, ειδικότερα, της περιοχής της Μακεδονίας στη βόρεια Ελλάδα.
*Ο Σαράντος Θεοδωρόπουλος είναι Δικηγόρος (πηγή: Iskra)