Κορκίδης: Απειλή το φαινόμενο «πληθωρισμού απληστίας» στην Ελλάδα και «greedflation» στην Ευρωζώνη

 

Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ο «πληθωρισμός της απληστίας» απασχολεί πλέον σοβαρά και την ελληνική αγορά, όπως και τις υπόλοιπες χώρες, για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης. Παρά την αποκλιμάκωση του δείκτη τιμών καταναλωτή στο 2,7% στην Ελλάδα και στο 5,4% στην Ευρωζώνη, οι μεγάλες πληθωριστικές εστίες των τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών παραμένουν ενεργές και προειδοποιούν ότι αν δεν συγκρατηθούν τα επιχειρηματικά περιθώρια κέρδους, η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα τραβήξει σε βάθος χρόνου με ακόμα περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων από την πλευρά της ΕΚΤ. Στην έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2024 με μείωση του ποσοστού κατά 50%, από το 4,6% φέτος στο 2,3% του χρόνου, ωστόσο ενέχει ο κίνδυνος από τον πυρήνα της ακρίβειας, που είναι τα τρόφιμα.

Παρά την θετική εικόνα, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την μετεξέλιξη του πληθωρισμού από ζήτησης και κόστους σε απληστίας ή αισχροκέρδειας, με αναδιανεμητικές επιπτώσεις, που βελτιώνουν τη θέση κάποιων ισχυρών, επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων μικρομεσαίων. Σχετική έρευνα του ΔΝΤ διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών. Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως «greedflation» και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του. Η αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης του πληθωρισμού εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών, την αναπλήρωση των εισαγωγών με εγχώρια παραγωγή και πολύ λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Χωρίς λοιπόν μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.

Σημαντικές θα είναι και οι δημοσιονομικές μεταβολές από την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στη διάρκεια του 2022, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά περίπου κατά 3 δις ευρώ σε ονομαστικούς όρους από 353,5 δις σε 356,3 δις ευρώ, αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά 23% ως ποσοστό του ΑΕΠ από 194,6% σε 171,3%. Η θετική αυτή εξέλιξη προήλθε από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης, αλλά δύσκολα θα επαναληφθεί φέτος στην ίδια έκταση. Σημειώνεται ωστόσο ότι, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και τη μείωση του πληθωρισμού, η ονομαστική μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλότερη από το επιτόκιο. Επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως του ΦΠΑ που ακολουθεί τις αυξήσεις των τιμών.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού έχει καταρτίσει για φέτος και του χρόνου τρία σενάρια όσον αφορά την πορεία της οικονομίας. Πρόκειται όμως για παραλλαγές του βασικού σεναρίου το οποίο προβλέπει τον ρυθμό μεγέθυνσης του τρέχοντος και του επόμενου έτους να διαμορφώνεται στο 2,2%, ενώ τον πληθωρισμό από 4,6% το 2023 να μειώνεται στο 2,3% το 2024. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών που ελέγχονται από λίγες και μεγάλες επιχειρήσεις παγκοσμίως. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 11,4% σε 10,4% στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2%. Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός που δαπανάται για σίτιση και στέγαση, φτάνει το 60%. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κλείνει η ψαλίδα προτίμησης από τα επώνυμα στα ιδιωτικής ετικέτας προϊόντα.

H ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα βοηθήσει την διάχυση του χαμηλότερου κόστους δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στην εξάλειψη του πρόσθετου κινδύνου για τις επενδύσεις, ενώ η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου θα βελτιώσει τον ρυθμό ανάπτυξης της επόμενης χρονιάς κατά τουλάχιστον μισή μονάδα, από 2,2% που είναι η πρόβλεψη στο 2,7%. Αυτή η εξέλιξη στο ΑΕΠ μεταφράζεται σε επιπλέον 1,1 δις ευρώ εθνικού εισοδήματος και 400 εκατ. ευρώ περισσότερα έσοδα για το κράτος. Καθοριστική είναι η πρόωρη αποπληρωμή κατά δύο χρόνια και σε 2 δόσεις, χρέους 5,3 δις ευρώ από τα συνολικά 34 δις ευρώ των δανείων διάσωσης. Η ΕΚΤ θέτει ως προϋπόθεση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τη θετική αξιολόγηση από έναν οίκο τουλάχιστον από τους τέσσερις επιλέξιμους S&P, Moody’s, Fitch και DBRS. Οι ημερομηνίες των επερχόμενων αξιολογήσεων είναι από DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου, S&P στις 20 Οκτωβρίου και από τους αυστηρούς της Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Αναμένουμε λοιπόν το φθινόπωρο, η Ελλάδα να έχει ανακτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα και να έχει περιορίσει τον «πολυδιάστατο» πληθωρισμό.

Β. ΚΟΡΚΙΔΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΒΕΠ