Νόμος-σκούπα – Το Πανεπιστήμιο του 2030 – FANTOMAS.GR
Νέος νόμος-πλαίσιο σχεδιάζεται για τα πανεπιστήμια, με τον οποίο η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας θα κλείσει τον κύκλο των μεταρρυθμίσεων και στις τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ο νόμος θα μεταβάλει άρδην το τοπίο στα ΑΕΙ, καθώς προγραμματίζονται αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, στην εκλογή των διδασκόντων, στη διοίκηση των ιδρυμάτων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Κ», για το νομοσχέδιο βασική τομή θα είναι η θεσμοθέτηση των Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών. Ουσιαστικά θα πάρουν τη θέση των καταργηθέντων επί ΣΥΡΙΖΑ ΤΕΙ και θα καλύψουν τις ανάγκες τεχνολογικής εκπαίδευσης. Οι φοιτητές τους θα εισάγονται μέσω Πανελλαδικών Εξετάσεων, ενώ θα έχουν τη δυνατότητα να εισαχθούν σε αυτά και απόφοιτοι ΙΕΚ.
Παράλληλα, θα υπάρξει αλλαγή στη διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών, καθώς εξετάζεται οι φοιτητές να εισάγονται σε σχολές και όχι σε τμήματα. Εντός των σχολών θα «χτίζουν» το πτυχίο τους επιλέγοντας διάφορα μαθήματα που θα τους οδηγούν και στην εξειδίκευση. Σχολές όπως οι ιατρικές και οι νομικές θα παραμείνουν μονοτμηματικές.
Βασική τομή στον νέο νόμο-πλαίσιο θα είναι η θεσμοθέτηση των Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών, που θα πάρουν τη θέση των καταργηθέντων ΤΕΙ.
Κρίσιμη τομή είναι ο τρόπος εκλογής καθηγητών. Βασικός στόχος είναι να ανοίξουν τα πανεπιστήμια σε νέους Eλληνες επιστήμονες από το εξωτερικό, στη λογική του brain gain, αλλά και σε ξένους. Για τον λόγο αυτό θα διευρυνθεί η σύνθεση των εκλεκτορικών σωμάτων, με σκοπό να προλαμβάνονται αναξιοκρατικές επιλογές, ενώ θα θεσμοθετηθούν και νέες μορφές εργασιακών σχέσεων για πανεπιστημιακούς, ώστε να μπορούν να μετακινηθούν στα ελληνικά ΑΕΙ καθηγητές από το εξωτερικό για ορισμένο χρόνο ή να υπάρχουν διδάσκοντες που θα κάνουν έρευνα.
Το νέο μοντέλο διοίκησης θα βασίζεται στην επαναφορά των Συμβουλίων από εξωπανεπιστημιακούς. Το 2011 η θεσμοθέτηση των Συμβουλίων προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις. Τότε, μεγάλο μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας αντιμετώπισε τα Συμβούλια εχθρικά, ως «ξένο σώμα», ενώ αντέδρασαν και οι εκλεγμένοι πρυτάνεις. Για τον λόγο αυτό τώρα τονίζεται από το υπουργείο Παιδείας ότι οι αρμοδιότητες των Συμβουλίων θα είναι απολύτως διακριτές σε σχέση με εκείνες του πρύτανη, που είναι εκλεγμένος από τους πανεπιστημιακούς κάθε ΑΕΙ. Το ερώτημα είναι πώς θα επιλέγεται ο πρύτανης: από τα Συμβούλια, έπειτα από διεθνή προκήρυξη, ή από τους πανεπιστημιακούς; Για το θέμα υπάρχουν αντιδράσεις και από συνδικαλιστές της Ν.Δ., οι οποίοι θεωρούν ότι ο πρύτανης πρέπει να συνεχίσει να εκλέγεται. Κάποιοι αναφέρουν ότι οι ενστάσεις αυτές υπάρχουν διότι οι συνδικαλιστές έχουν φιλοδοξίες για τον πρυτανικό θώκο, τις οποίες θα μπορούν ευκολότερα να καταφέρουν μέσω μιας εκλογής από τη βάση παρά μέσω μιας διεθνούς προκήρυξης.
Το θέμα της διοίκησης αναδεικνύεται και από τις προτάσεις επιστημονικής επιτροπής –την αποτελούν οι Βασιλική Γεωργιάδου (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Αχιλλέας Γραβάνης (Ιατρική Κρήτης), Μανώλης Δερμιτζάκης (Υπολογιστική Βιολογία, GlaxoSmithKline), Ελευθερία Ζεγγίνη (Ιατρική Technical University Munich), Στάθης Καλύβας (Οξφόρδη) και Βάσω Κιντή (Παν. Αθηνών)–, που έχει οριστεί στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Ιδρύματος Μποδοσάκη για την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένη σχεδίου δράσης για το πανεπιστήμιο του 2030. Η «Κ» δημοσιεύει βασικά σημεία του σχεδίου, ενώ η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 22.11, στις 7 μ.μ. στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Θα υπάρξει αλλαγή στη διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών, καθώς εξετάζεται οι φοιτητές να εισάγονται σε σχολές και όχι σε τμήματα. Εντός των σχολών θα «χτίζουν» το πτυχίο τους επιλέγοντας διάφορα μαθήματα, που θα τους οδηγούν και στην εξειδίκευση. (SHUTTERSTOCK)
Ευέλικτα, προσαρμοστικά προγράμματα σπουδών
Αλλαγή στη φιλοσοφία διάρθρωσης των προγραμμάτων σπουδών των ΑΕΙ αλλά και των επαγγελματικών δικαιωμάτων που συνδέονται με κάθε πτυχίο, προτείνει η επιτροπή των πανεπιστημιακών που συνέταξε το Σχέδιο Δράσης. «Τα προγράμματα σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια πρέπει να διευκολύνουν την εξοικείωση και την επικοινωνία ανάμεσα σε ακαδημαϊκά πεδία. Υπ’ αυτή την έννοια, πρέπει να οδηγούν σε πτυχία που μπορούν να είναι και διεπιστημονικά και συνδυαστικά. Επίσης, τα πτυχία δεν πρέπει να συνδέονται με λεπτομερή επαγγελματικά δικαιώματα. Τα προγράμματα σπουδών πρέπει να είναι ευέλικτα, να μπορούν εύκολα να ανανεώνονται, να συμπληρώνονται και να ευνοούν την προσαρμοστικότητα στις αλλαγές». Προς αυτή την κατεύθυνση προτείνεται:
• Να δημιουργηθούν ενότητες μαθημάτων (modules), π.χ. μαθηματικά, οικονομικά, ανθρωπιστικές επιστήμες, τέχνες, υπολογιστές, επιστήμες μηχανικού κ.λπ., οι οποίες θα μπορούν να ενσωματώνονται σε διαφορετικές διαδρομές σπουδών που θα επιλέγουν οι φοιτητές.
• Οι ενότητες μαθημάτων και τα προγράμματα σπουδών να ανήκουν στις σχολές και όχι στα τμήματα.
• Η εισαγωγή των φοιτητών να γίνεται σε σχολές. Δεδομένου ότι δεν θα υπάρχουν επαγγελματικά δικαιώματα προσδεδεμένα σε συγκεκριμένα πτυχία, και θα παρέχονται ενότητες μαθημάτων, θα είναι μικρότερη η δυσκολία να κατανεμηθούν οι φοιτητές σε τμήματα μετά τον πρώτο ή δεύτερο χρόνο σπουδών. Η έμφαση πρέπει να δίνεται στον ακαδημαϊκό προσανατολισμό και χαρακτήρα των σπουδών και στα ειδικά ενδιαφέροντα του φοιτητή. Δεν πρέπει να επηρεάζεται το πρόγραμμα από εξωτερικές απαιτήσεις, όπως είναι η απαίτηση να χορηγείται παιδαγωγική επάρκεια ή η απαίτηση για γνώση υπολογιστών, εκτός εάν το πρόγραμμα εξ ορισμού την παρέχει.
• Τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να αξιολογούνται και να πιστοποιούνται και από τους εκάστοτε επαγγελματικούς φορείς, που πρέπει να παρέχουν επαγγελματικό προσανατολισμό και συμβουλευτική εποπτεία καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών.
Στρατηγική προσέλκυσης νέων διδασκόντων
Αλλαγή του τρόπου επιλογής του προσωπικού, θέσεις καθηγητών που θα μισθοδοτούνται από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και θεσμοθέτηση θέσεων μερικής απασχόλησης. Πρόκειται για ορισμένες από τις προτάσεις των συντακτών του σχεδίου δράσης, καθώς «η οικονομική κρίση, η εσωστρεφής και συντεχνιακή λειτουργία, η “ενδογαμία”, καθώς και οι ιδεοληπτικές θεωρήσεις για την αποστολή του πανεπιστημίου έχουν οδηγήσει στην απώλεια σοβαρών στελεχών του και τη μη προσέλκυση νέων». Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται, «στην αντιστροφή της κατάστασης θα συμβάλει η θεσμοθέτηση μεγαλύτερης ποικιλίας διδασκόντων: συνεργαζόμενων καθηγητών μερικής απασχόλησης με φυσική ή διαδικτυακή παρουσία, κυρίως από την εξαιρετικά πλούσια ελληνική διασπορά. Θα βοηθήσει, επίσης, η θεσμοθέτηση θέσεων καθηγητών-ερευνητών της βιομηχανίας-οικονομίας που μισθοδοτούνται από τον ιδιωτικό ή και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και καλύπτουν κοινά ερευνητικά προγράμματα ή προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης αναγκών της οικονομίας. Ακόμη, είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση καθηγητών-ερευνητών αριστείας, κληροδοτημάτων ή σημαντικών δωρεών (Endowed chairs) για την προσέλκυση κορυφαίων επιστημόνων (Ελλήνων ή αλλοδαπών) με εργασιακές συνθήκες που θα καθιστούν δυνατή τη μετακίνησή τους».
Επίσης, το σχέδιο προτείνει να αλλάξουν οι διαδικασίες επιλογής των καθηγητών. Καθοριστικής σημασίας πρέπει να είναι η αξιολόγηση των υποψηφίων, όχι μόνο από το τμήμα υποδοχής, αλλά και από επιτροπή αξιολογητών εκτός ιδρύματος (κυρίως του εξωτερικού). Τα εκλεκτορικά σώματα θα πρέπει να είναι ολιγομελή. Η όλη διαδικασία πρέπει να εποπτεύεται από την κοσμητεία, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες ανάπτυξης που θα θέτουν τα τμήματα. Η αποφυγή «φωτογραφικών» προκηρύξεων για θέσεις του διδακτικού προσωπικού δεν μπορεί να γίνει με κεντρικές, συγκεντρωτικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες εκ των προτέρων προσδιορισμού των ακαδημαϊκών αντικειμένων.
Δύο πυλώνες διοίκησης σε κάθε ίδρυμα
Τις παθογένειες στη λειτουργία των ελληνικών ΑΕΙ ως προς τη διοίκησή τους αποτυπώνει το Σχέδιο Δράσης. «Στο ελληνικό συνταγματικό και νομικό περιβάλλον, η διοίκηση πρέπει να εκλέγεται, εν μέρει τουλάχιστον, από τα μέλη ΔΕΠ (Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό), πράγμα που δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης, ενίοτε με αρνητικά αποτελέσματα, όπως η πελατειακή ροπή, η κομματική εξάρτηση και η τάση λογοδοσίας στα μέλη ΔΕΠ ή στις κομματικές νεολαίες, αντί των χρηστών τους και της κοινωνίας που τα χρηματοδοτεί. Η παθογένεια αυτή είναι ευρέως γνωστή και δεν απαιτεί ιδιαίτερη τεκμηρίωση. Είναι, επομένως, αναγκαίο να ληφθεί μέριμνα, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της διοίκησης με συγκεκριμένους τρόπους, όπως π.χ. συμπλήρωση με πρόσωπα εκτός ιδρύματος, διαδικασίες λογοδοσίας», λένε οι πανεπιστημιακοί.Στο πλαίσιο αυτό προτείνονται δύο πυλώνες διοίκησης: ένας εκτελεστικός και ένας εποπτικός – στρατηγικός. Εκτελεστική εξουσία μπορεί να έχει ο πρύτανης για ακαδημαϊκά θέματα, ενώ εποπτικό / στρατηγικό ρόλο μπορεί να έχει το Συμβούλιο του Ιδρύματος, το οποίο θα πρέπει να ανανεώνεται σταδιακά και να έχει θητεία που να υπερβαίνει αυτή του πρύτανη. Οι δύο αρχές θα πρέπει να έχουν αρμοδιότητες εντελώς διακριτές και ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ο πρύτανης δεν μπορεί να έχει την ανεξαρτησία που απαιτεί η διοίκηση εάν εκλέγεται από τα μέλη ΔΕΠ. Εάν, από την άλλη, απλώς ορίζεται από το Συμβούλιο, μπορεί να μην έχει ανεξαρτησία ως προς το Συμβούλιο. Γι’ αυτό, το Συμβούλιο πρέπει να ορίζει ειδική επιτροπή για την αναζήτηση των κατάλληλων υποψηφίων για να καταλάβουν τη θέση του πρύτανη, μεταξύ των οποίων να γίνεται η επιλογή από το Συμβούλιο. Ανάλογη πρέπει να είναι η διαδικασία και για την επιλογή των κατώτερων οργάνων, των μελών του Πρυτανικού Συμβουλίου και των κοσμητόρων.
Τέλος, η Σύγκλητος, με ολιγομελή σύνθεση, πρέπει να ασχολείται μόνο με ακαδημαϊκά θέματα, ενώ τα οικονομικά του ιδρύματος πρέπει να είναι υπ’ ευθύνη επαγγελματικής διοίκησης που θα εποπτεύεται από το Συμβούλιο.
Αξιολόγηση επί τη βάσει των στόχων που έχουν τεθεί
«Η αξιολόγηση είναι το βασικό εργαλείο της λογοδοσίας και αφορά αφενός τη χρήση των πόρων που λαμβάνουν τα ΑΕΙ και αφετέρου την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους», αναφέρει το Σχέδιο Δράσης.
Για τον λόγο αυτό, όπως επισημαίνεται, «η αξιολόγηση οφείλει να είναι ο κεντρικός πυλώνας της αναδιοργάνωσης και της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, ενώ η ανεξάρτητη εξωτερική αξιολόγηση σχολών και ιδρυμάτων να αποτελεί τη βάση για τον σχεδιασμό πολιτικής.
Πρέπει να γίνεται επί τη βάσει στόχων που έχουν τεθεί από τα ιδρύματα και συμφωνηθεί με το υπουργείο Παιδείας, κατά την πάγια διεθνή πρακτική.
Οι στόχοι –ποσοτικοί και ποιοτικοί– πρέπει να καταγράφονται, να παρακολουθούνται, να κρίνονται και να αναθεωρούνται». Μάλιστα, η επιτροπή θεωρεί απαραίτητο να υπάρχει συγκριτική αξιολόγηση ιδρυμάτων εντός και εκτός Ελλάδας, αλλά και ομοειδών τμημάτων και σχολών, κατά τα πρότυπα των διεθνών λιστών αξιολόγησης.
Η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται από όργανα εντός των ΑΕΙ (π.χ. συμβούλια), από φορείς του υπ. Παιδείας για να ελέγχεται η εφαρμοζόμενη πολιτική και, κυρίως, από ανεξάρτητους φορείς, όπως είναι η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ).
Αλλωστε η ΕΘΑΑΕ διαθέτει Συμβούλιο Αξιολόγησης και Πιστοποίησης, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως βασικός θεσμός αξιολόγησης, αρκεί να αναβαθμιστεί. Αυτό απαιτεί τη στελέχωσή του με κορυφαίους πανεπιστημιακούς εγνωσμένου κύρους, όχι απαραιτήτως ελληνικής καταγωγής, που να είναι ανεξάρτητοι από τα αξιολογούμενα ιδρύματα, την οικονομική και πολιτική του αυτοτέλεια και τη διοικητική του υποστήριξη.
Τα δεδομένα των αξιολογήσεων αναλύονται με την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων, δημοσιεύονται και συμπληρώνονται τακτικά, έτσι ώστε να αποτελούν μια ουσιαστική βάση δεδομένων για την ορθή διαμόρφωση και υλοποίηση της στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση και την κατανομή της επιχορήγησης των ΑΕΙ.