Ο εσπρέσο το φάρμακο κατά του διαβήτη

Όσοι πάσχουν από διαβήτη μπορούν πλέον να ελπίζουν ότι στο μέλλον οι ενέσεις ινσουλίνης τους θα αντικατασταθούν από… καφέδες! Αυτό χάρη σε Ελβετούς επιστήμονες, οι οποίοι αναπτύσσουν μια πρωτοποριακή μέθοδο, που δημιουργώντας γενετικά τροποποιημένα κύτταρα, τα οποία εισάγονται στον οργανισμό και απελευθερώνουν ινσουλίνη, μόλις ανιχνεύσουν την παρουσία καφεΐνης.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάρτιν Φουσενέγκερ του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας (ΕΤΗ) της Ζυρίχης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature Communications”, σύμφωνα με το New Scientist και τη «Γκάρντιαν», πήραν ανθρώπινα κύτταρα νεφρού και τα τροποποίησαν έτσι ώστε να παράγουν ινσουλίνη. Στη συνέχεια πρόσθεσαν σε αυτά ένα υποδοχέα (πρωτεΐνη GLP-1) που πυροδοτεί την απελευθέρωση της ινσουλίνης από τα κύτταρα του παγκρέατος, όταν αντιληφθεί την παρουσία μορίων καφεΐνης στο σώμα.

anoigma-kafes

Οι επιστήμονες εισήγαγαν ένα εμφύτευμα με εκατοντάδες χιλιάδες τροποποιημένα κύτταρα κάτω από το δέρμα δέκα διαβητικών ποντικιών. Αφού τους έδωσαν καφέ με το φαγητό τους, διαπίστωσαν ότι όντως τα πειραματόζωα ήσαν πλέον σε θέση να ελέγχουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους τόσο καλά όσα τα ποντίκια που δεν είχαν διαβήτη.

Ο κίνδυνος να πυροδοτηθεί τυχαία η έκκριση ινσουλίνης είναι πολύ μικρός, διαβεβαίωσαν οι ερευνητές, καθώς, όπως είπαν, δεν υπάρχουν άλλες σημαντικές πηγές καφεΐνης στο φαγητό, πέρα από την κατανάλωση καφέ, τσαγιού ή κάποιου ενεργειακού ποτού (π.χ. Red Bull). Όπως ανέφεραν, αν χρειάζεται να αυξηθεί η δόση της ινσουλίνης, αρκεί αντίστοιχα να αυξηθεί η ποσότητα της καφεΐνης, π.χ. με ένα δυνατότερο καφέ.

«Είναι κάτι που μπορεί κανείς να ενσωματώσει πλήρως στον τρόπο ζωής του. Αρκεί να πιείς ένα καφέ ή ένα τσάι το πρωί, άλλο ένα μετά το μεσημεριανό φαγητό και ένα ακόμη μετά το δείπνο, ανάλογα με το πόση ινσουλίνη πρέπει να πάρεις προκειμένου να επαναφέρεις τη γλυκόζη στα κανονικά επίπεδα» δήλωσε ο Φουσενέγκερ.

Το κυτταρικό εμφύτευμα που ανταποκρίνεται άμεσα στην καφεΐνη, εκτιμάται ότι θα διαρκεί έξι μήνες έως ένα έτος, προτού χρειασθεί αντικατάσταση. Όμως θα πρέπει να δοκιμασθεί περαιτέρω σε ζώα και ανθρώπους, προτού είναι έτοιμο για χρήση, κάτι που μπορεί να πάρει ακόμη και μια δεκαετία, μέχρι να διασφαλισθεί ότι είναι ασφαλές και αποτελεσματικό.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *