Οικονομικός βραχνάς για τους Έλληνες τα σπίτια τους
Καταστροφικές συνέπειες για την αγοραστική δύναμη και την επιβίωση των ελληνικών νοικοκυριών είχε η πολιτική της υπερφορολόγησης της ακίνητης περιουσίας των πολιτών, κάτι που αποτυπώνεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στα στοιχεία που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα η Eurostat.
Όπως αναφέρει η Καθημερινή, ο αριθμός των Ελλήνων που είναι υπερβολικά επιβαρυμένος με δαπάνες στέγασης είναι τετραπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Συγκεκριμένα, το 2016, στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη αναγκών στέγασης, ανήλθε σε 40,5%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνάει το 11,1%.
Η εικόνα είναι σχεδόν αμετάβλητη την τελευταία τριετία, καθώς το 2015 το αντίστοιχο ποσοστό είχε ανέλθει σε 40,9%, έναντι 11,3% του μέσου όρου της Ε.Ε. και το 2014 σε 40,7% (11,5% στην Ε.Ε.). Ως δαπάνες στέγασης λογίζονται ο φόρος ή το τέλος που συνδυάζεται με την κατοχή ακινήτου και όλα τα έξοδα για τη συντήρηση και τη διαμονή σε αυτό, όπως π.χ. θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση, τηλέφωνο κτλ.
Η Καθημερινή σημειώνει ότι ενδεικτικό του παραλογισμού της εφαρμοζόμενης πολιτικής γύρω από το ακίνητο, είναι ότι η αμέσως επόμενη χώρα στην Ε.Ε., με τη μεγαλύτερη δηλαδή οικονομική επιβάρυνση, είναι η Βουλγαρία, πλην όμως με ποσοστό 20,5%, δηλαδή το μισό σε σχέση με την Ελλάδα. Την τρίτη χειρότερη επίδοση σημείωσε η Γερμανία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό του πληθυσμού ανέρχεται σε 16%, ενώ την καλύτερη εικόνα καταγράφουν η Μάλτα (μόλις 1%) και η Κύπρος με 3%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2010, δηλαδή στην αρχή της οικονομικής κρίσης, το ποσοστό των Ελλήνων που ήταν υπέρμετρα επιβαρυμένο οικονομικά ως προς το ακίνητό του, διαμορφωνόταν σε 18,1% έναντι 10,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Εν ολίγοις, η “ψαλίδα” με την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν σαφώς πιο περιορισμένη. Αντιλαμβάνεται λοιπόν εύλογα κανείς πως η κατακόρυφη αύξηση των δαπανών στέγασης είναι μία από τις πιο σαφείς επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ελληνική κοινωνία, πέραν των προφανών, δηλαδή της μείωσης της αγοραστικής δύναμης, της εκτίναξης της ανεργίας και της αύξησης της φορολογίας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε ασφαλώς η επιλογή των κυβερνώντων να στραφούν σε ένα σύστημα φορολόγησης της κατοχής ακινήτων, ενώ μέχρι το 2010 ο κύριος όγκος των φορολογικών εσόδων από τα ακίνητα προερχόταν από τις αγοραπωλησίες, μέσω του φόρου μεταβίβασης κι ενώ για ένα διάστημα ίσχυσαν παράλληλα και τα δύο, δηλαδή και ο υψηλός φόρος κατοχής και ο υψηλός φόρος μεταβίβασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 μέχρι το 2015 οι φόροι κατοχής ακινήτων αυξήθηκαν έξι φορές, από τα 500 εκατ. ευρώ σε 3 δισ. ευρώ, ενώ το 2016 αυξήθηκαν εκ νέου σε 3,5 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι ναι μεν ο στόχος των εσόδων από τον ετήσιο ΕΝΦΙΑ είναι 2,65 δισ. ευρώ, ωστόσο το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται, κατά κανόνα, κυμαίνεται μεταξύ 3,2 και 3,6 δισ. ευρώ.
Εκτός βέβαια από την κατακόρυφη αύξηση των δαπανών που συνοδεύουν την κατοχή ακινήτου, οι Ελληνες είδαν και την αξία της περιουσίας τους να υποβαθμίζεται, εν μέρει και ως φυσικό επακόλουθο της υπερφορολόγησής της, που την κατέστησε λιγότερο ελκυστική. Ενώ λοιπόν από το 2010 μέχρι και το 2017, στην Ε.Ε. καταγράφεται μέση αύξηση των τιμών των κατοικιών κατά 11%, στην Ελλάδα οι αξίες υποχώρησαν κατά 42% (στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος), καταγράφοντας και στην εν λόγω περίπτωση τη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη. Μετά την Ελλάδα, τη χειρότερη επίδοση κατέγραψαν οι τιμές στην Ισπανία, όπου μειώθηκαν κατά 17% την ίδια περίοδο, στην Ιταλία με πτώση 15% και στην Κύπρο, όπου μειώθηκαν κατά 9%.