Συνέδριο για τη διαδοχή της Μέρκελ το Σάββατο
Το Συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, το οποίο θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή και το Σάββατο, είναι ιστορικό.
Όχι τόσο – ή όχι μόνο – επειδή σε αυτό θα εκλεγεί ο νέος αρχηγός του κόμματος και πιθανότατα επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, αλλά κυρίως επειδή θα πραγματοποιηθεί ψηφιακά.
Η πανδημία του νέου κορονοϊού ακύρωσε το Συνέδριο του CDU που ήταν αρχικά προγραμματισμένο να διεξαχθεί τον Απρίλιο του 2020, αφού τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου η Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ είχε ανακοινώσει την παραίτησή της από την ηγεσία, εξαντλημένη από τις διαρκείς ήττες, τις γκάφες της που πρόβαλαν τα μέσα ενημέρωσης και την συνεχή, ανελέητη εσωκομματική κριτική.
Λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίας, ακυρώθηκε επίσης το Συνέδριο που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο.
Οι ομοσπονδιακές εκλογές που θα διεξαχθούν την 26η Σεπτεμβρίου, σε συνδυασμό με την προαναγγελθείσα αποχώρηση της Άγγελας Μέρκελ από την πολιτική, δεν αφήνουν όμως στο μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας το περιθώριο να περιμένει το τέλος των περιορισμών.
Το Συνέδριο θα πραγματοποιηθεί 100% ψηφιακά, όπως ψηφιακά θα εκλεγεί και ο νέος αρχηγός και το προεδρείο του κόμματος. Υπήρξε μάλιστα αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας, προκειμένου οι άνευ προηγουμένου διαδικασίες να είναι και τυπικά έγκυρες.
Η διαδικασία εκλογής προέδρου…
Την Παρασκευή, χιλιάδες δημοσιογράφοι, πολιτικοί, διπλωμάτες και αναλυτές θα έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στην τελευταία ομιλία της κυρίας Μέρκελ ως καγκελαρίου στο κομματικό ακροατήριο.
Την επομένη όμως, η προσοχή θα εστιαστεί στους 1.001 συνέδρους, οι οποίοι θα ψηφίσουν τον επόμενο αρχηγό.
Η ψήφος τους θα επικυρωθεί οριστικά μερικές ημέρες μετά, την 22η Ιανουαρίου, όταν θα καταμετρηθούν και οι επιστολικές ψήφοι, οι οποίες θα αποτελέσουν την δικλείδα εγγύησης της αξιοπιστίας του αποτελέσματος.
Οι Σύνεδροι θα ψηφίσουν με άλλα λόγια δύο φορές, μία ηλεκτρονικά και μία επιστολικά, αλλά τον νικητή θα τον γνωρίζουμε ήδη το μεσημέρι του Σαββάτου.
…και οι υποψήφιοι
Το CDU παραμένει εδώ και 15 χρόνια το ισχυρότερο κόμμα της Γερμανίας. Η διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού μάλιστα το έφερε στο 35-37% των προθέσεων ψήφου κατά τις δημοσκοπήσεις, αρκετά πάνω από το 32,9% που εξασφάλισε στις εκλογές του 2017 και εντυπωσιακά πιο ψηλά από το 22,6% των ευρωεκλογών του 2019.
Σχεδόν 16 χρόνια από την πρώτη εκλογή της, η κυρία Μέρκελ απολαμβάνει εντυπωσιακά επίπεδα αποδοχής και δημοτικότητας και το κόμμα της μπορεί να ελπίζει και πάλι ότι θα ορίσει για πέμπτη συνεχή φορά τον επικεφαλής της επόμενης ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Ο υποψήφιος για την Καγκελαρία που θα αναδείξουν σε λίγους μήνες από κοινού το CDU με το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας, τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ο επόμενος καγκελάριος. Η θέση λοιπόν του αρχηγού του CDU δεν μπορεί παρά να είναι επίζηλη.
Ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ θεωρείτο από χρόνια «ενδιαφερόμενος» για την ηγεσία του CDU. Ως πιστός «μερκελικός» δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την επιλογή της καγκελαρίου στο πρόσωπο της Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, αλλά ως πρωθυπουργός του πολυπληθέστερου κρατιδίου της Γερμανίας παρέμεινε στην εμπροσθοφυλακή και σε ετοιμότητα για την επόμενη μέρα. Η… επόμενη μέρα δεν άργησε να έρθει, καθώς η απερχόμενη πρόεδρος υπέβαλε την παραίτησή της έχοντας συμπληρώσει μόλις 16 μήνες στη θέση. Πρώην δημοσιογράφος και ευρωβουλευτής, ο κ. Λάσετ θεωρείται ευρωπαϊστής, υπέρμαχος της διεύρυνσης της ΕΕ και ιδιαίτερα ανοιχτός στα θέματα μετανάστευσης. Το 2015, στήριξε σθεναρά την πολιτική ανοιχτών θυρών της κυρίας Μέρκελ, έκτοτε ωστόσο έχει και αυτός μετακινηθεί προς το συντηρητικότερο, ενώ είχε ταχθεί υπέρ της ενίσχυσης των ελληνοτουρκικών χερσαίων συνόρων που δέχθηκαν μεταναστευτική πίεση από την πλευρά της Τουρκίας τον προηγούμενο Μάρτιο. Η διαχείριση της πανδημίας στο κρατίδιό του υπήρξε από την αρχή προβληματική, ενώ χαρακτηρίστηκε από παλινωδίες σχετικά με το τι και για πόσο καιρό θα έπρεπε να παραμείνει κλειστό, προκειμένου να ανακοπεί η διάδοση του κορονοϊού. Αυτή η στάση του κοστίζει τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις ενόψει του Συνεδρίου, τις τελευταίες ημέρες πάντως η δημοτικότητά του άρχισε να ανακάμπτει, αν και εμφανίστηκε ως «θύμα» της φιλοδοξίας του υποψηφίου αντιπροέδρου του, του υπουργού Υγείας Γενς Σπαν. Αυτός ο τελευταίος, κατά τις πληροφορίες της εφημερίδας Bild και του περιοδικού Spiegel, διερευνούσε το εσωκομματικό κλίμα για μια δική του υποψηφιότητα για την Καγκελαρία.
Ο πρώην ευρωβουλευτής και πρώην επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του CDU (2000-2002) Φρίντριχ Μερτς μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι «γέννημα – θρέμμα» του CDU, αλλά έχει πέσει δύο φορές θύμα της εσωκομματικής στρατηγικής της «outsider» Άγγελας Μέρκελ. Μια φορά το 2002, όταν εκτοπίστηκε προκειμένου να αναλάβει τη θέση του στην Κ.Ο. εκείνη, και άλλη μια φορά το 2018, όταν έχασε τη μάχη για την διαδοχή στο κόμμα από την εκλεκτή της καγκελαρίου Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ. Στα χρόνια που παρέμεινε εκτός πολιτικής, ο κ. Μερτς υπηρέτησε στα Διοικητικά και Εποπτικά Συμβούλια εταιριών όπως η BlackRock, η Ernst & Young, η AXA, το Γερμανικό Χρηματιστήριο. Στα 66 του, ο άνθρωπος που σπούδασε νομικά με υποτροφία του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ θεωρεί ότι έχει αποκτήσει αρκετά χρήματα ώστε να μην τον ενδιαφέρει πια το προσωπικό κέρδος και αρκετή εμπειρία προκειμένου να γίνει καλός καγκελάριος, που θα οδηγήσει τη χώρα του στην «μετά-Μέρκελ» εποχή. Αυτή τουλάχιστον είναι η απάντησή του στην κριτική που δέχτηκε επιστρέφοντας στην πολιτική από την οικονομία, διαδρομή μάλλον ασυνήθιστη στη Γερμανία.
Ο Φρίντριχ Μερτς είναι ένθερμος υποστηρικτής ενός ισχυρότερου ρόλου της Γερμανίας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, πεπεισμένος Ατλαντιστής, συντηρητικός στα θέματα μετανάστευσης, οπαδός των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Στο παρελθόν κατηγορούσε ανοιχτά την Άγγελα Μέρκελ για «σοσιαλδημοκρατικοποίηση του CDU» — κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι μέντορα είχε όλα αυτά τα χρόνια τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Όπως έχει άλλωστε δηλώσει, συμφωνούσε απόλυτα με την στάση του πρώην υπουργού Οικονομικών κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης και τασσόταν υπέρ της δυνατότητας μια χώρα να αποχωρεί προσωρινά από την Ευρωζώνη.
Οι δημοσκοπήσεις τον θέλουν να βρίσκεται στην κορυφή της προτίμησης των Γερμανών. Στην ουσία όμως, είναι οι 1.001 σύνεδροι, με άλλα λόγια ο κομματικός μηχανισμός, όχι η κοινή γνώμη ή η βάση του κόμματος, αυτοί που αποφασίζουν. Το μειονέκτημά του σε αυτή τη μάχη: είναι ο μόνος υποψήφιος που δεν κατέχει αυτή τη στιγμή δημόσιο αξίωμα που να του εξασφαλίζει προβολή. Αυτό, βέβαια, κατ’ άλλες απόψεις, μπορεί τελικά να αποδειχθεί πλεονέκτημα…
Ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν μπήκε πρώτος στην κούρσα διαδοχής της Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, μάλλον αιφνιδιάζοντας το κόμμα του. Πρώην υπουργός Περιβάλλοντος, νυν επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Bundestag, φιλοξενείται συχνά στα γερμανικά ΜΜΕ και τα τελευταία χρόνια διεκδικούσε ρόλο «ειδικού» σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Υποστηρίζει πιο δυναμική εμπλοκή της χώρας του στις διεθνείς εξελίξεις, ενώ έχει ζητήσει επανειλημμένα να σταματήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ΕΕ με την Τουρκία. Είχε ταχθεί υπέρ της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Σε ό,τι αφορά ωστόσο το μεταναστευτικό, όπως και ο Φρίντριχ Μερτς, υποστηρίζει την οικονομική ενίσχυση της Άγκυρας προκειμένου οι πρόσφυγες να παραμένουν στο έδαφός της. Κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης, ως επικεφαλής του CDU στην Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, είχε συνταχθεί με την κυρία Μέρκελ, τονίζοντας ότι το πρόβλημα της Ευρωζώνης είναι «πολύ μεγαλύτερο από το ελληνικό χρέος» και ζητώντας να προστατευθεί το ευρώ.
Αρχηγός του CDU = υποψήφιος καγκελάριος (;)
Τα γερμανικά κόμματα συνηθίζουν στις εκλογές να προτείνουν τον υποψήφιό τους για την Καγκελαρία, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να είναι ο αρχηγός. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) έχει ήδη επιλέξει τον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς, ενώ οι Πράσινοι φαίνεται ότι θα προκρίνουν τον έναν εκ των δύο ηγετών τους, Ρόμπερτ Χάμπεκ, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται έκπληξη. Η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU), γνωρίζοντας ότι ο υποψήφιός της έχει σοβαρές πιθανότητες να γίνει και Καγκελάριος, δυσκολεύεται σοβαρά στην επιλογή. Πολλά στελέχη υποστηρίζουν ότι ο επόμενος αρχηγός θα πρέπει να είναι υποψήφιος καγκελάριος, όπως συνέβαινε τόσα χρόνια με την Άγγελα Μέρκελ. Η διαρχία όμως των τελευταίων δύο ετών, με την κυρία Μέρκελ να έχει εγκαταλείψει από το 2018 την ηγεσία του κόμματος, άνοιξε τον δρόμο σε διαφορετικές σκέψεις.
Όποια διαδικασία και αν ακολουθηθεί για την επιλογή του υποψηφίου καγκελάριου, είναι βέβαιο ότι ο αρχηγός του CDU θα έχει προβάδισμα. Το σημαντικότερο ωστόσο για το κόμμα είναι ποιο στέλεχος θεωρείται ότι θα καταφέρει να συγκεντρώσει περισσότερες ψήφους στις εκλογές, ενισχύοντας τη θέση του CDU στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Με αυτό το σκεπτικό, ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν και ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ αποτελούν για κάποιους τους ιδανικούς υποψηφίους. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο υπουργός Υγείας, ο οποίος είδε κατά την διάρκεια της πανδημίας την δημοτικότητά του να εκτοξεύεται ακόμη και πάνω από αυτήν της καγκελαρίου, διερευνά πλέον απροκάλυπτα τις προοπτικές του. Διάφορα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα του Τύπου θέλουν τον κ. Σπαν «πεινασμένο για δόξα», τον φέρουν να επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την πανδημία για να ανελιχθεί, με αποτέλεσμα ο ίδιος χθες να σπεύσει να ξεκαθαρίσει ότι δεν ενδιαφέρεται σε αυτή τη φάση για την καγκελαρία. Την ίδια ώρα ο κ. Σέντερ, αρχηγός του «μικρού» αδελφού κόμματος του CDU, μπορεί να είναι ιδιαίτερα προβεβλημένος και δημοφιλής – δημοφιλέστερος ακόμα κι από τους υποψήφιους αρχηγούς του CDU –, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το «μεγάλο» κόμμα θα έβλεπε με καλό μάτι την παραχώρηση αυτού του προνομίου σε στέλεχος του CSU. Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, του γερμανικού κρατιδίου που πλήττεται πιο σφοδρά από την πανδημία του νέου κορονοϊού, έχει αναβάλει την ανακοίνωση των προθέσεών του για την άνοιξη.
Στις συζητήσεις και τις φήμες για τις υποψηφιότητες συμπεριλαμβάνεται τελευταία και το όνομα της απερχόμενης προέδρου του CDU, της Άνεγκρετ Κραμπ – Καρενμπάουερ.
2021, έτος εκλογών
Ξεκινώντας από τον Μάρτιο, εντός του έτους θα διεξαχθούν τοπικές εκλογές σε πέντε ομόσπονδα κρατίδια (Βάδη – Βυρτεμβέργη, Ρηνανία – Παλατινάτο, Σαξονία – Άνχαλτ, Μεκλεμβούργο – Πομερανία, Βερολίνο) και, όσο κι αν ο νέος αρχηγός δεν θα μπορεί να χρεωθεί εξ ολοκλήρου τυχόν δυσμενή αποτελέσματα, είναι βέβαιο ότι οι επιδόσεις του CDU σε αυτές τις αναμετρήσεις θα μετρήσουν στην επιλογή του υποψηφίου για την καγκελαρία.
Ο Φρίντριχ Μερτς πάντως έχει επανειλημμένα δοκιμάσει να κατεβάσει τον πήχη: «Οι περίοδοι κρίσεων είναι περίοδοι των αρχηγών», δηλώνει, προειδοποιώντας ότι τα υψηλά ποσοστά δημοτικότητας της κυρίας Μέρκελ εν μέσω πανδημίας δεν θα μεταφραστούν κατ’ ανάγκη σε ψήφους στο CDU χωρίς την ίδια επικεφαλής, ιδίως όταν η χώρα θα αντιμετωπίζει πια διαφορετικά προβλήματα από τον νέο κορονοϊό.
Το τέλος εποχής που έρχεται στη Γερμανία με την αποχώρηση της Άγγελας Μέρκελ θα συμπέσει χρονικά με την προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό φυσικά δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει εκ των προτέρων κανένας από τους υποψηφίους για την ηγεσία.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ