Λες και ήταν χθες που όλη η Ελλάδα σήκωνε το Ευρωπαικό

epa000226763 Greek striker Angelos Charisteas (far left) starts celebrating after scoring the 1-0 lead during the Euro 2004 final between Portugal and Greece at Luz stadium in Lisbon on Sunday, 04 July 2004. EPA/ANTONIO SIMOES NO MOBILE PHONE APPLICATIONS

Σαν σήμερα, πριν από 14 χρόνια, η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Στις 4 Ιουλίου του 2004 η Ελλάδα αντιμετώπισε την οικοδέσποινα Πορτογαλία των Ρονάλντο, Φίγκο και Ντέκο έχοντας 20.000 Έλληνες στο πλευρό της όταν το νικηφόρο γκολ του Άγγελου Χαριστέα μας ανέβασε στην κορυφή της Ευρώπης.
Παρά την ποδοσφαιρική σοφία του, όμως, ακόμη και ο Ότο Ρεχάγκελαδυνατούσε να φανταστεί ότι η «κρουαζιέρα» που αρχικά είχε στο μυαλό του θα κατέληγε στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική έκπληξη που συντελέστηκε στον πλανήτη, από καταβολής του ποδοσφαίρου. Την ημέρα που υιοθετήθηκε από τη Σύναξη του Κογκρέσου των Αντιπροσώπων το κείμενο του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (4 Ιουλίου 1776), με το οποίο Η.Π.Α. ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητο κράτος από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, η Εθνική πανηγύρισε την ημέρα ανεξαρτησίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η Ελλάδα είχε δημιουργήσει, πλέον, το δικό της στίγμα στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, είχε υπογράψει με γραφή ανεξίτηλη στο libro d΄ oro της ελίτ των ισχυρών και των παγκόσμιων μύθων.

Η Εθνική ξεκίνησε με ανέλπιστη νίκη επί της διοργανώτριας Πορτογαλίας στην πρεμιέρα του Euro 2004, συνέχισε με ισοπαλία επί της Ισπανίας και παρά την ήττα από τη Ρωσία, στον τελευταίο αγώνα του ομίλου της, προκρίθηκε στα προημιτελικά. Το «κακό» για τους αντιπάλους της είχε μόλις συντελεστεί: οι διεθνείς πίστεψαν στις δυνατότητές τους, ανέβασαν στα ύψη την ψυχολογία τους, διαπίστωσαν στην πράξη το «ουδείς άτρωτος» κι έτσι, επειδή «τρώγοντας έρχεται η όρεξη», η Γαλλία αποδείχθηκε το ιδανικό… ορεκτικό στους «οκτώ».

Από τη «βουλιμία» των διεθνών δεν ξέφυγαν μετέπειτα ούτε οι Τσέχοι ούτε και οι διοργανωτές, που ενώπιον 60.000 φιλάθλων τους και του αείμνηστου θρύλου τους Εουσέμπιο ευελπιστούσαν να «διαλύσουν» την Ελλάδα στον τελικό. Σαν κατακάθισε όμως ο «κουρνιαχτός» στο «Λουζ» της Λισαβόνας, με την εικόνα του περίλυπου Εουσέμπιο να κάνει το γύρο της γης μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες, ως νέος Ιούλιος Καίσαρας ο «χερ Ότο» ανέκραξε «veni, vidi, vici». Μεταξύ μας, πάντως, ο Γερμανός «καθάρισε» πολύ πιο εύκολα όλους τους αντιπάλους του, απ΄ ότι ο θρυλικός Ρωμαίος αυτοκράτορας νίκησε το βασιλιά του Πόντου, Φαρνάκη.

Τι πραγματικά συνέβη όμως στην Πορτογαλία από τις 12 Ιουνίου έως τις 4 Ιουλίου 2004; Εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι «σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση», θα πρέπει να αποκλείσουμε εξαρχής την περίπτωση της «θείας εύνοιας», του «άστρου του Ρεχάγκελ», της «συνομωσίας του σύμπαντος», εν τέλει οιασδήποτε μεταφυσικής υπόθεσης, προκειμένου να ερμηνεύσουμε την πορεία της Εθνικής στη διοργάνωση. Η «Ελλάδα των θαυμάτων» σκαρφάλωσε στο ποδοσφαιρικό Έβερεστ της Ευρώπης με τη δύναμη της ψυχής της, το πάθος, τον οίστρο, το όραμα ποδοσφαιριστών και τεχνικής ηγεσίας. Ο Ρεχάγκελ δεν διέθετε Ζιντάν και Ραούλ, Φαν Νιστελρόι και Κριστιάνο Ρονάλντο, είχε όμως ποδοσφαιριστές που δέχθηκαν αγόγγυστα να υποτάξουν τις ατομικές ικανότητές τους σε ένα σύνολο, το οποίο ανάγκασε σύμπασα την ποδοσφαιρική υφήλιο να τους χαρακτηρίσει μετά τη νύχτα της 4ης Ιουλίου 2004 ως τον ορισμό της ομάδας.

Ακριβώς εκεί έγκειται η επιτυχία του Ρεχάγκελ: σε μια εποχή που οι μεγάλες, παραδοσιακές ποδοσφαιρικές δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Ολλανδία) θεωρούσαν ότι αρκούσε το ατομικό ταλέντο μερικών, σπουδαίων είναι η αλήθεια μονάδων (Ζιντάν, Ανρί, Ντελ Πιέρο, Όουεν) για να κερδίσουν αγώνες με θεωρητικά υποδεέστερους αντίπαλους, χωρίς να χρειαστεί να ιδρώσουν τη φανέλα, ο Γερμανός τεχνικός απέδειξε το αυτονόητο: ότι το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα και πως στην (κοινή) προσπάθεια πρέπει να συμβάλουν ισομερώς και οι 11 παίκτες, δηλαδή ακριβώς αυτό που γινόταν στο δικό του δημιούργημα.
Εκτός, όμως, από τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο στήριξε το ελληνικό οικοδόμημα, στον Ρεχάγκελ πρέπει επίσης να πιστωθούν η οξυδέρκεια, η ευφυΐα, η πονηριά, το ανήσυχο πνεύμα, η ετοιμότητα με την οποία αντιμετώπισε κάθε αγώνα και ο τρόπος με τον οποίο απάντησε στις ερωτήσεις που του έθεταν οι αντίπαλοι στον αγωνιστικό χώρο. Δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι κάθε παιχνίδι αποτελούσε μια μοναδική προπονητική παράσταση, ένα προσωπικό σόου του Ρεχάγκελ, που κρατούσε πάντοτε φυλαγμένη μια έκπληξη για τον εκάστοτε συνάδελφό του.

ΗΜΙΣΥ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ Η ΑΡΧΗ

«Είδατε πως έπαιξαν οι παίκτες σας; Πόσο ομαδικό πνεύμα, τι αίσθημα αυτοθυσίας είχαν ο ένας για τον άλλο και όλοι για το σύνολο; Ε, λοιπόν, ακριβώς το αντίθετο συνέβη με τους δικούς μας» μάς είχε πει μετά τον εναρκτήριο αγώνα με την Πορτογαλία, στις 12 Ιουνίου 2004, ο Νορμπέρτο Λόπες, δημοσιογράφος του περιοδικού «Mais Futebol». Τι είχε συμβεί όμως νωρίτερα; Γνωρίζοντας ότι ο Λουΐς Φελίπε Σκολάρι θα χρησιμοποιήσει μόνο έναν κλασικό επιθετικό (Παουλέτα), ο Ρεχάγκελ είχε αλλάξει την αγαπημένη αγωνιστική διάταξή του (3-5-2) σε 4-4-2, προκειμένου να μπορεί να απειλήσει περισσότερο. Ο Παουλέτα έμεινε απλή αναφορά στο φύλλο αγώνα και έως ότου ο Σκολάρι καταλάβει τι είχε συμβεί, οι Πορτογάλοι αγκομαχούσαν να βγάλουν από το λαιμό τους τη θηλιά του 0-2, που στο τέλος τους έπνιξε. Και ας γκρίνιαζε δίπλα μας, στην εξέδρα του «Ντραγκάο» συμπαθής Έλληνας (τηλεοπτικός) συνάδελφος για τις επιλογές του Ρεχάγκελ, και ας εξυμνούσε τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Η Ελλάδα είχε κατακτήσει την πρώτη νίκη της ιστορίας της σε τελική φάση ευρωπαϊκού πρωταθλήματος και το «πάρτι» μόλις είχε ξεκινήσει…

Επόμενη αναμέτρηση με την Ισπανία, στο γήπεδο «Μπέσα» του Πόρτο τέσσερις ημέρες αργότερα. Ο Ρεχάγκελ προτίμησε να μη ρισκάρει αλλά να πάει συντηρητικά και σφιχτά απέναντι σε μια ομάδα με την ικανότητα και την ποιότητα των Ιβήρων. Το ημίχρονο τελείωσε 0-1, με τον Μοριέντες να έχει σκοράρει για τους «φούριας ρόχας» από λάθος τοποθέτηση της ελληνικής άμυνας. Μέχρι τότε ο Κατσουράνης είχε εξαφανίσει τον Ραούλ, ενώ ο Καψής είχε περιορίσει στο ελάχιστο τη δράση του σκόρερ.
Ημίχρονο και στο δρόμο προς το κυλικείο η συνάντηση με τον Αρσέν Βενγκέρ. Η ευκαιρία μοναδική. «Μίστερ, τι βλέπετε για τη συνέχεια;» η ερώτηση. «Περιμένω την αντίδραση της ελληνικής ομάδας. Ο αγώνας έχει δρόμο ακόμη, στο εγγυώμαι» η απάντηση του πολύπειρου Αλσατού πρώην τεχνικού της Άρσεναλ, με τη συνέχεια να αποτελεί την απόλυτη δικαίωσή του: στο δεύτερο ημίχρονο ο Ρεχάγκελ «βραχυκύκλωσε» τον Ινιάκι Σάεθ βάζοντας να παίξουν μαζί Νικολαΐδης, Χαριστέας, Βρύζας και αργότερα ο Τσιάρτας, από το πόδι του οποίου έφυγε η μαγική κάθετη αριστερή πάσα προς τον Χαριστέα για το τελικό 1-1, έστειλε λίγες εβδομάδες αργότερα τον Ισπανό προπονητή στο ταμείο ανεργίας.

Τρίτος και τελευταίος αγώνας στον Α΄ όμιλο απέναντι στη Ρωσία, στις 20 Ιουνίου. Νότια Πορτογαλία, Αλγκάρβε, οι πιθανότητες με το μέρος της Ελλάδας απέναντι σε μια αποκλεισμένη και αδιάφορη ομάδα, όμως η χειρότερη εμφάνιση των διεθνών στη διοργάνωση παραλίγο να τα χαλάσει όλα… Η έμπνευση του Ρεχάγκελ να χρησιμοποιήσει τον Δημήτρη Παπαδόπουλο αριστερό χαφ, ελλείψει του τραυματία Γιαννακόπουλου, αποδείχθηκε η μοναδική ατυχής επιλογή του Γερμανού στη διοργάνωση. Μετά το γκολ του Κιριτσένκο στο 2ο λεπτό η Εθνική πελαγοδρομούσε και ευτυχώς που ο Μπουλίκιν αστόχησε στο 88΄ σε άδεια εστία για το 1-3. Ο αποκλεισμός αποτράπηκε και ο τότε νεοεκλεγείς ευρωβουλευτής και πασίγνωστος Έλληνας σχολιαστής, Μανώλης Μαυρομάτης, ξαναβρήκε το χρώμα και τη μιλιά του…
«Εγώ πιστεύω ότι η Ελλάδα όχι μόνο θα παίξει στον τελικό αλλά και θα κατακτήσει τον τίτλο» μάς είχε δηλώσει το ίδιο βράδυ, με ανεξήγητη βεβαιότητα, ο Πορτογάλος οδηγός του ταξί που μας μετέφερε από το γήπεδο στο ξενοδοχείο. «Δεν το πιστεύω μόνο εγώ, ξέρετε, αλλά και πολλοί συμπατριώτες μου. Είδαμε πως παίξατε εναντίον μας αλλά και με την Ισπανία. Έχετε αληθινή ομάδα, πολύ καλό σύνολο. Σήμερα παίξατε με ελλείψεις» είχε αιτιολογήσει την κρίση του, που έμελλε να αποδειχθεί προφητική.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2004, προημιτελικός στο «Ζοζέ Αλβαλάδε» της Λισσαβόνας απέναντι στη Γαλλία. Ο Ρεχάγκελ βάζει στόπερ τον Σεϊταρίδη πάνω στον Ανρί, αναθέτει στο Ζαγοράκη ολόκληρη τη δεξιά πλευρά και στον Κατσουράνη δίνει εντολή να ακολουθεί τον Ζιντάν σε όλο το πλάτος του γηπέδου, οσάκις ο «Ζιζού» πλησίαζε την ελληνική εστία στα 30 μέτρα. Το αποτέλεσμα; Σέντρα του Ζαγοράκη, κεφαλιά του Χαριστέα στο «Γ» του Μπαρτέζ και ο Ρεχάγκελ μπορεί από τότε να υπερηφανεύεται πως υπήρξε ο «σκηνοθέτης» σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Μετά τον αγώνα τα τηλέφωνα των Ελλήνων δημοσιογράφων στα ταξιδιωτικά πρακτορεία πήραν… φωτιά για αλλαγή στην ημερομηνία αναχώρησης από την Πορτογαλία, αφού οι περισσότεροι είχαν προετοιμαστεί για αναχώρηση την 26η Ιουνίου.
Η παραμυθένια πορεία της Εθνικής και η πιθανότητα συμμετοχής στον τελικό της διοργάνωσης είχε ανεβάσει το θερμόμετρο στα ύψη: τσάρτερ από την Ελλάδα προσγειώνονταν συνεχώς στη Λισσαβόνα και το Πόρτο μεταφέροντας φίλαθλους κάθε ηλικίας, δημοσιογράφους gossip τηλεοπτικών εκπομπών για να δώσουν το παρασκήνιο της γιορτής που έχει στηθεί, πολιτικοί όλων των παρατάξεων…

Πέμπτη, 1η Ιουλίου και στον τόπο του πρώτου… εγκλήματος, το «Ντραγκάο», ο Πιερλουΐτζι Κολίνα σφύριξε την έναρξη του ημιτελικού. Οι Τσέχοι πίεσαν στο πρώτο ημίωρο, έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία και στη συνέχεια ο Κάρολ Μπρούκνερ αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον τραυματισμένο Πάβελ Νέντβεντ. Εν τω μεταξύ, ο Ρεχάγκελ το χαβά του: με Σεϊταρίδη στον Μπάρος, Καψή στον Κόλερ και Κατσουράνη στον Ροσίτσκι απέκοψε την πολύ επικίνδυνη επίθεση των Τσέχων, έκλεισε τους διαδρόμους και ελαχιστοποίησε τους κινδύνους για την εστία του Νικοπολίδη.

Ακόμη και όταν οι αντίπαλοι ξεκίνησαν νέα πίεση μετά το 70ό λεπτό, ο Γερμανός δεν πανικοβλήθηκε. Αρχικά έστειλε στον αγώνα τον Γιαννακόπουλο, που με τη φρεσκάδα και τη δίψα να ξαναπαίξει ύστερα από 15 ημέρες αναστάτωσε την αντίπαλη άμυνα και έκλεισε διαδρόμους από την πλευρά του. Δεύτερη κίνηση η χρησιμοποίηση του Τσιάρτα, που ηρέμησε το παιχνίδι κρατώντας τη μπάλα, οργάνωσε και έβαλε τους τίτλους τέλους, εκτελώντας υποδειγματικά το κόρνερ από το οποίο προήλθε το (τότε) «ασημένιο» νικητήριο γκολ του Δέλλα στην παράταση.

Στον τελικό της 4ης Ιουλίου σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της χώρας και χιλιάδες Ελλήνων φιλάθλων κατέκλυσαν τη θρυλική έδρα της Μπενφίκα, το «Λουζ». Κατά τρόπο ο οποίος δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τη λογική και τους ισχύοντες φυσικούς νόμους, όλοι οι Έλληνες είχαν προβλέψει την κατάληξη του τελικού. Οι εσωτερικοί «κραδασμοί» του καθενός έγιναν «σεισμός» στο 57ο λεπτό, όταν ο Μπασινάς έστησε τη μπάλα στο κόρνερ. Μάλλον επειδή σε κλάσματα του δευτερολέπτου η μνήμη ανέτρεξε στην κατάληξη του αγώνα απέναντι στην Τσεχία. Η μπάλα έφυγε, τα μαρκαρίσματα των Πορτογάλων δεν βγήκαν απέναντι στα πανύψηλα ελληνικά κορμιά και ο δύσμοιρος Κοστίνια που πήγε πάνω στο Χαριστέα είδε τον Έλληνα σέντερ φορ να υψώνεται στον πορτογαλικό ουρανό και να βάζει τη μπάλα και όλη την αντίπαλη άμυνα στα δίχτυα του Ρικάρντο. Απλό, αλλά κάπως έτσι συντελέστηκε το «έπος της Ιβηρικής». Ομοίως, άλλωστε, δεν γράφεται η Ιστορία;

ΠΗΓΕΣ: ΕΡΤ1, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *