Τι υποστηρίζει ο Μόσιαλος για τον εμβολιασμό και την μετάλλαξη του κορονοιού
«Η παραλλαγή του κορονοϊού που εμφανίστηκε έχει αλλάξει τις ισορροπίες και μας δείχνει πως δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο», αναφέρει σε ανάρτησή του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας Ηλίας Μόσιαλος της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), σχετικά με τι γνωρίζουμε και τι όχι από τους έως τώρα εμβολιασμούς στη Βρετανία.
Όπως επισημαίνει, «στη Βρετανία βρισκόμαστε σε πραγματικό αγώνα δρόμου με τον κορονοϊό, μετά τη διαπίστωση του ρυθμού εξάπλωσης της νέας -ενδεχομένως πιο μεταδοτικής- παραλλαγής του κορονοϊού. Παρά τα αυστηρά μέτρα, τα νοσοκομεία συνεχίζουν να πιέζονται και δεκάδες χιλιάδες νέες λοιμώξεις αναφέρονται καθημερινά. Τα σχολεία στο Λονδίνο και σε άλλες περιοχές που πλήττονται περισσότερο από τον ιό, θα παραμείνουν κλειστά τουλάχιστον για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Ταυτόχρονα, η επιτροπή εμβολιασμού αναπροσάρμοσε τις οδηγίες, ώστε να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι».
Η Βρετανία έχει εγκρίνει δύο εμβόλια (των PfizerBioNTech και Οξφόρδης/AstraZeneca) και έχουν ήδη εμβολιαστεί περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες, πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια, για να ολοκληρωθεί η δοσολογία για τον καθένα με το ίδιο εμβόλιο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά. Αλλά, εάν δεν είναι διαθέσιμη μια δεύτερη δόση ενός εμβολίου, μπορεί να αντικατασταθεί με μία δόση εμβολίου άλλης εταιρείας.
Οι νέες αυτές οδηγίες έρχονται σε αντίθεση με τις οδηγίες στις ΗΠΑ, όπου τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) αναφέρουν ότι τα εγκεκριμένα εμβόλια Covid-19 «δεν είναι εναλλάξιμα» και ότι «η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα ανάμειξης δεν έχουν αξιολογηθεί», καταλήγοντας πως καθένας πρέπει να λάβει δύο δόσεις του ίδιου εμβολίου.
Ο Μόσιαλος θέτει το ερώτημα κατά πόσο κάνουν λάθος οι Βρετανοί ειδικοί που συνιστούν τον μαζικό εμβολιασμό ακόμα και με συνδυασμό δόσεων. Όπως αναφέρει, και τα δυο αυτά εμβόλια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά, ενώ και τα δύο στοχεύουν την πρωτεΐνη-ακίδα του κορονοϊού, άρα είναι πιθανό η δεύτερη δόση, ακόμα και με διαφορετικό φορέα, να ενισχύσει την ανοσοαπόκριση στην πρώτη δόση. Επίσης, από περιπτώσεις επαναλοίμωξης είναι γνωστό πως οι ασθενείς ανέπτυξαν μεγαλύτερα ποσοστά αντισωμάτων στη δεύτερη έκθεση στον ιό.
«Η διαχείριση της πανδημίας είναι διαχείριση του ρίσκου. Και για να υπολογίσουμε τα πιθανά οφέλη και τους κινδύνους μιας τέτοιας προσέγγισης, χρειαζόμαστε απόλυτη διαφάνεια», τονίζει ο κ.Μόσιαλος.
Όπως ανακοινώθηκε στη Βρετανία, τα δύο εμβόλια θα χορηγούνται με μεσοδιάστημα τεσσάρων έως 12 εβδομάδων και η προτεραιότητα είναι να χορηγηθεί τουλάχιστον μια δόση του εμβολίου, δεδομένων των περιορισμένων πόρων. Αυτό βασίζεται στο ότι η πρώτη δόση πιθανώς παρέχει σημαντικό βαθμό προστασίας, ενώ ειδικότερα για το εμβόλιο της Οξφόρδης/AstraZeneca η αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι υψηλότερη, όταν το μεσοδιάστημα μεταξύ των δόσεων είναι μεγαλύτερο.
Υπενθυμίζεται ότι αρχικά η κλινική δοκιμή της Οξφόρδης/AstraZeneca είχε προγραμματιστεί με δοσολογία της μίας δόσης, αλλά προστέθηκε μια αναμνηστική δόση, όταν οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι αυτό πιθανότατα θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα. Κάποιοι εθελοντές έλαβαν τη δεύτερη δόση μήνες μετά την έναρξη της δοκιμής και το μεσοδιάστημα ήταν διαφορετικό ανάλογα την ηλικιακή ομάδα, ενώ υπήρξε και το ζήτημα της διαφορετικής δοσολογίας.
Αναφέρθηκε αποτελεσματικότητα περίπου 60% για την ομάδα που έλαβε δύο τυπικές δόσεις και περίπου 90% για την ομάδα που έλαβε αρχικά τη μισή και στη συνέχεια την τυπική δόση του εμβολίου. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές, είναι αν αυτές οι διαφορές οφείλονται στη χαμηλότερη πρώτη δόση, στους νεότερους συμμετέχοντες ή στα μεγαλύτερα κενά μεταξύ των δόσεων.
Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου μεταξύ των ηλικιών 18-55 ετών ήταν 59% για το σχήμα με τις δύο τυπικές δόσεις, έναντι 90% για όσους έλαβαν μισή και μετά τυπική δόση. Όπως αναφέρει ο κ. Μόσιαλος, κατά πόσο αυτό οφείλεται στη δοσολογία ή στη χρονική διαφορά μεταξύ των δυο δόσεων, δεν το γνωρίζουμε ακόμα.
Δεν μπορούμε επίσης να αξιολογήσουμε την προσέγγιση που συνιστάται για τις ηλικίες άνω των 55 ετών, γιατί δεν υπάρχουν δημοσιοποιημένα δεδομένα ακόμα. Υπάρχουν, πάντως, αναφορές ότι τα μη δημοσιευμένα δεδομένα υποστηρίζουν τα μεγαλύτερα μεσοδιαστήματα μεταξύ των δόσεων. Πιθανότατα, η βρετανική ρυθμιστική αρχή (MHRA) έχει αξιολογήσει όλα αυτά τα στοιχεία πριν χορηγήσει έγκριση για το τρέχον πρωτόκολλο δοσολογίας.
«Τα επιχειρήματα για την προσέγγιση που ακολουθεί η (βρετανική) κυβέρνηση, είναι η δεδομένη επείγουσα ανάγκη. Θεωρώ όμως πως είναι σημαντικό τα μη δημοσιευμένα δεδομένα που υποστηρίζουν την απόφαση να ανακοινωθούν. Όχι μόνο για λόγους διαφάνειας αλλά και για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που θα εμβολιαστούν, που είναι το πιο βασικό σημείο στην προσπάθεια του εμβολιασμού», υπογραμμίζει ο ίδιος.
Προσθέτει ότι «το θέμα που έχει προκύψει στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπορεί να ανακύψει και σε άλλες χώρες. Αυτή τη στιγμή έχει εμβολιαστεί σχεδόν το 2% των (Βρετανών) πολιτών, με προτεραιότητα στους ευπαθείς. Επί του παρόντος, έχουμε συγκεκριμένη δυνατότητα παραγωγής και διάθεσης εμβολίων και αυτό μπορεί ίσως να ενισχυθεί. Αλλά, δεν μπορούμε να προβλέπουμε τις αλλαγές στον ιό και το εάν θα προκαλέσουν αλλαγές στη μετάδοσή του στην κοινότητα».