Κορκίδης: Η αγορά αναζητά περίοδο ηρεμίας, μετά τις περιόδους «ανωτέρας βίας»
Με τον όρο «ανωτέρα βία» (act of God, force majeure) χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε τυχαίο γεγονός του οποίου η έλευση, ως εκ της φύσεως του, είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις απρόβλεπτη και αναπότρεπτη. Το κύριο χαρακτηριστικό στην «ανωτέρα βία» είναι πως ο άνθρωπος, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν μπορεί να προβλέψει ένα γεγονός, όπως είναι μια πανδημία. Σαφές ήταν το μήνυμα του Πρωθυπουργού, ότι το δίλημμα που έχουμε σήμερα μπροστά μας για τον κορονοϊό, «είναι αυτοπροστασία ή καραντίνα, γνωρίζοντας τις συνέπειες της δεύτερης έχουμε καθήκον να διαλέξουμε την πρώτη». Την ίδια λύση διαλέγει και η αγορά, τηρώντας αυστηρά τα μέτρα προστασίας της υγείας μας.
Η ελληνική κοινωνία και οικονομία πριν ακόμα νιώσει καθαρά τις θετικές επιπτώσεις από την αλλαγή του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού και την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, βρέθηκε ενώπιον μιας νέας κρίσης που ακόμη οι επιπτώσεις της δεν έχουν εμφανιστεί σε όλες τις διαστάσεις στην κοινωνία και οικονομία του τόπου.
Η πραγματική οικονομία συνεχίζει να αναζητά μια περίοδο ηρεμίας, «μετά την οικονομική κρίση 2009-2019» και την «μετά την πανδημία», που η διεθνής επιστημονική κοινότητα δεν είναι ακόμη σε θέση να πει με βεβαιότητα ή έστω με ισχυρή πιθανολόγηση πώς θα εξελιχθεί υγειονομικά. Άρα, το θέμα όλων μας είναι πλέον η Ελλάδα μετά τις δύο περιόδους «ανωτέρας βίας», χωρίς να ξέρουμε πότε ακριβώς και υπό ποιες συνθήκες θα έρθει αυτό το πολυπόθητο «μετά».
Στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας την εμπειρία των λαθών της περιόδου 2008-2012, αντιδρά τώρα πιο αποφασιστικά ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας με την ελπίδα ότι δεν θα απαιτηθούν ακόμη πιο γενναίες αντιδράσεις. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης Ιουλίου 2020 για το Ταμείο Ανάκαμψης και τον πολυετή προϋπολογισμό 2021-2027 συμπληρώνουν τις άμεσες και μεγάλες πρωτοβουλίες της ΕΚΤ ως προς το «πανδημικό» πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης «PEPP» και το έκτακτο θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνει η εφαρμογή της γενικής ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και η παρέκκλιση από τους κανόνες του ανταγωνισμού, ιδίως ως προς τις κρατικές ενισχύσεις.
Η Ελλάδα καλείται να αντιδράσει άμεσα σε πολλά μέτωπα. Να διαχειριστεί χωρίς επανάπαυση και χαλάρωση τη συνέχεια της υγειονομικής κρίσης. Να διαπραγματεύεται και να λειτουργεί μέσα στο νέο και υπό συνεχή διαμόρφωση ευρωπαϊκό πλαίσιο που πρέπει να μειώνει τις ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών. Να ανταποκριθεί στη μεγάλη πρόκληση των διαθεσίμων ευρωπαϊκών πόρων, των 32 δις ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης σε επιχορηγήσεις και προνομιακά δάνεια και των περίπου 40 δις ευρώ που προκύπτουν από τον πολυετή προϋπολογισμό και τα διαρθρωτικά ταμεία. Να διαμορφώσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο με ριζικές αλλαγές στο κράτος και τα μεγάλα θεσμικά συστήματα, αρχίζοντας από την νομοθεσία και τη δικαιοσύνη. Να καταστήσει φιλοεπενδυτικό και φιλοαναπτυξιακό τον δημόσιο τομέα. Να ενεργοποιήσει τον ιδιωτικό τομέα και όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Να διαφυλάξει την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Να ασκεί διορατική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας συνδυάζοντας όλες τις παραμέτρους εθνικής ισχύος χωρίς κανένα λαϊκισμό. Να ισχυροποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου.
Σχεδόν όλα τα κράτη το κόσμου έχουν κληθεί να διαχειριστούν το δεύτερο κύμα, να λάβουν εκ νέου μέτρα περιορισμού και αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά και να μεριμνήσουν για την επόμενη μέρα. Το κύριο θέμα μας πλέον είναι πόσο καλά θα αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας ώστε να μην μας ξεπεράσουν οι συνέπειες. Πώς θα επηρεαστεί η ελληνική κοινωνία; Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην υγεία των Ελλήνων; Τι θα συμβεί στην ελληνική οικονομία; Ποιοι κλάδοι της θα πληγούν περισσότερο και πώς θα επηρεαστεί η απασχόληση; Ποιες οι προκλήσεις για τη χώρα μας στην Ε.Ε.; Ποιός ο ρόλος της Ε.Ε. απέναντι στη κρίση; Πως πρέπει να αλλάξουμε για να ξεφύγουμε από την «πεπατημένη»; Πόσο θα κοστίσει ένα νέο lockdown; Τι μαθήματα μπορούμε να πάρουμε για το μέλλον;
Όλες οι παραπάνω ερωτήσεις πρέπει να απαντηθούν στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που θα υποβάλλουμε σύντομα στην ΕΕ. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και η παρακολούθηση της πορείας της εφαρμογής του σχεδίου ανάκαμψης, είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας, που διακαώς αναζητά μια ήρεμη και δημιουργική εποχή, μετά από τις διαδοχικές περιόδους «ανωτέρας βίας». Επί του παρόντος, οφείλουμε να μείνουμε ασφαλείς.