Συνταγματική μεταρρύθμιση στη Ρωσία. Μια νέα Περεστρόικα;
Γράφει ειδικός συνεργάτης
Η Ρωσία, ύστερα από την υπερψήφιση στο δημοψήφισμα, το προηγούμενο διάστημα, των προτάσεων του προέδρου Πούτιν για την συνταγματική αναθεώρηση, εγκαινιάζει μια νέα ιστορική περίοδο. Με ποσοστό 77,97% το ¨ναι¨, και 21,27% το ¨όχι¨ κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής, ειδικά με ένα ποσοστο συμμετοχής της τάξης του 67,97% .
Τον περασμένο Ιανουάριο, ο πρόεδρος Πούτιν σε ομιλία του στους βουλευτές του κοινοβουλίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ξεκίνησε ουσιαστικά την διαδικασία της συνταγματικής μεταρρύθμισης και αναδιάρθρωσης του κυβερνητικού συστήματος της χώρας. Το μεγαλύτερο σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας. Σε ομιλία του, σχολιάζοντας τις προτεινόμενες τροπολογίες, ο εκπρόσωπος τύπου του Προέδρου, κ .Πεσκώφ είχε δηλώσει «…αυτό το σύστημα ανταποκρίνεται στο επίπεδο ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, καθώς ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της κοινωνίας που ωριμάζουν…».
Τα περισσότερα Δυτικά Μ.Μ.Ε βλέπουν τις προτάσεις αναθεώρησης μόνο ως μια προσπάθεια του Πούτιν να διατηρηθεί στην εξουσία και να συνεχίζει να ελέγχει το πολιτικό σύστημα της Ρωσίας, με κάθε τρόπο. Είναι λίγοι όσοι προσπαθούν να αναλύσουν την ουσία των ίδιων των προτάσεων, η εφαρμογή των οποίων θα οδηγήσει σε σοβαρή ανακατανομή και εξισορρόπηση της εξουσίας μεταξύ των δημόσιων αρχών του κράτους και θα εκφραστεί κυρίως με την σοβαρή μείωση του ρόλου του Προέδρου υπέρ του νομοθετικού κλάδου της κυβέρνησης, καθώς και την εμφάνιση ενός νέου συνταγματικού σώματος, το κρατικό συμβούλιο.
Το μέγεθος των αλλαγών του θα συντελεστούν στο εγγύς μέλλον στη Ρωσία μας κάνει να σκεφτούμε, πως αυτό θα επηρεάσει την εσωτερική κατάσταση της χώρας, καθώς και πως μπορεί αυτό να επηρεάσει τα πρότυπα και την εξωτερική πολιτική των υπολοίπων χωρών όσον αφορά τη σχέση τους με τη Ρωσία.
Ο Πούτιν
Ένα από τα βασικά σημεία της μεταρρύθμισης αφορά την δυνατότητα του Προέδρου Πούτιν να παραμείνει στον προεδρικό θώκο. Είναι αρκετοί οι εμπειρογνώμονες εξωτερικής πολιτικής που υποδεικνύουν ότι η απόσυρση του Πούτιν απαιτεί μια εκ βάθρων επανεξέταση της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής των χωρών τους. Μια ανασύνταξη προσεγγίσεων αναφορικά με τη Ρωσία, από την Βορειοατλαντική Συμμαχία, τις Η.Π.Α, και τους συμμάχους τους στην Ευρώπη. Τον περασμένο Ιανουάριο ο Γραμματέας του Ν.Α.Τ.Ο J. Stoltenberg δήλωσε ότι η Ρωσία αποτελεί μια από τις προκλήσεις για την Συμμαχία. Σύμφωνα με τον ίδιο, όσον αφορά τη Ρωσία, το Ν.Α.Τ.Ο παραμένει στην προσέγγιση του περιορισμού – ανάσχεση και τον διάλογο (containment and dialog). Μήπως όμως αυτό σημαίνει ότι με την αποχώρηση Πούτιν , το Ν.Α.Τ.Ο θα αλλάξει αυτή την τακτική και από αποτροπή θα προχωρήσει στη δράση, προσπαθώντας να εκδικηθεί στη Συρία ή την Ουκρανία;
Αν το παραπάνω μπορεί να θεωρείται αφελές και ως ένα πολύ ακραίο σενάριο, ας θυμηθούμε την περίοδο 2008-2012.
Σύγχρονος γεωπολιτικός χάρτης
Κατά την περίοδο αυτή ο Πούτιν ήταν πρόεδρος (πρωθυπουργός) της κυβέρνησης και ο Δ. Μεντβέντεφ Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σε αυτή την διάρκεια έλαβαν χώρα τα γεγονότα που καθόρισαν το σύγχρονο γεωπολιτικό χάρτη. Γεωργιανορωσική σύγκρουση (2008), «Αραβική Άνοιξη» (2010), στρατιωτική εμπλοκή των χωρών της Δύσης και διάλυση του κράτους της Λιβύης (2011). Στη Ρωσία προς το τέλος του 2011 και τις αρχές του 2012 έλαβαν χώρα μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που σημαδεύτηκαν από τη ριζοσπαστικοποίηση της δυτικόφιλης νεοφιλελεύθερης αντιπολίτευσης. Από την άποψη αυτή η ενεργοποίηση του Λευκού Οίκου και οι επισκέψεις του Mike Pompeo σε μια σειρά χώρες όπως η Ουκρανία, η Λευκορωσία, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, που παραδοσιακά ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας (όλες ήταν πρώην δημοκρατίες της Ε.Σ.Σ.Δ), δεν φαίνονται τυχαίες. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και το γεγονός ότι η Πολωνία υπέγραψε συμφωνία με τις Η.Π.Α για την αγορά στρατιωτικών αεροσκαφών αξίας δεκάδων δις. Δολαρίων, τα οποία θα παραδοθούν μέχρι το 2024, καθώς και ότι Αμερικάνικα στρατεύματα μεταφέρονται από την Γερμανία επίσης στην Πολωνία, και ότι στη Ρουμανία θα εγκατασταθούν υπερσύγχρονα πυραυλικά συστήματα, μπορούμε να κατανοήσουμε τις ζωτικές ανησυχίες του Ρωσικού κράτους. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα τα παραπάνω η ρωσική ηγεσία, είναι λογικό ακόμα και αν σκεφτόταν αποκλειστικά την παραμονή της στην εξουσία, να μην επιθυμεί μια λύση εναλλαγής όπως κατά την περίοδο 2008 – 2012. Η αναδιάρθρωση της εποχής Γκορμπατσώφ οδήγησε στην κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. Μήπως η Δύση βλέπει τις μεταρρυθμίσεις του Προέδρου Πούτιν ως μια ευκαιρία για να ξανακερδίσει την ηγεμονία στην Μέση Ανατολή, να λύσει το πρόβλημα της Κριμαίας, ή των Κουρίλων Νήσων, ή την περιοχή του Καλινγκράντ; Γιατί πως αλλιώς μπορεί να δικαιολογηθεί η αφήγηση της Δύσης ότι ο Πρόεδρος Πούτιν μέσω των μεταρρυθμίσεων επιδιώκει την παραμονή του στην εξουσία μέσω ενός θεσμού που αποδυναμώνει;
Η συνταγματική μεταρρύθμιση δεν επικεντρώνεται μόνο στην δυνατότητα συνέχισης της εξουσίας ενός Προέδρου. Αφορά τη στρατηγική διατήρησης αυτού που ονομάζεται χαρτοφυλάκιο δυνατοτήτων του Πούτιν και την διεύρυνση του, κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την ίδια τη Ρωσία. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι οι συνταγματικές τροποποιήσεις στοχεύουν στην ενίσχυση της κυριαρχίας της Ρωσίας (ή της απομόνωσης της, ανάλογα με το πώς κάποιος θέλει να την ερμηνεύσει από τη διεθνή σκηνή) και την αυτονομία της χώρας.
Οι αλλαγές
Οι προτεινόμενες αλλαγές όμως δεν παύουν να εκπέμπουν και αντιφατικά σήματα πολιτικού μετασχηματισμού. Το ότι το ρωσικό καθεστώς στην τρέχουσα μορφή του πρέπει να μετασχηματιστεί για να παραμείνει νομιμοποιημένο αναγνωρίζεται από τους περισσότερους πολιτικούς παράγοντες, αλλά ένας τέτοιος μετασχηματισμός αναβάλλεται συστηματικά σε ένα απροσδιόριστο «μετά», δηλαδή μετά τον Πούτιν. Και πράγματι, ο κατάλογος τροπολογιών στο σύνταγμα στέλνει ανάμικτα μηνύματα σχετικά με μελλοντικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς, σηματοδοτεί μια πιθανή ενίσχυση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την «κάθετοποίηση της εξουσίας».
Για παράδειγμα, οι τροπολογίες προβλέπουν τη μείωση της εξουσίας της προεδρίας υπέρ του κοινοβουλίου. Η Κρατική Δούμα, η κατώτερη και ισχυρότερη , θα κερδίσει μεγαλύτερο λόγο στη διαμόρφωση της κυβέρνησης και θα μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση του προέδρου για τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Ο πρόεδρος θα χάσει επίσης τη δυνατότητα απόρριψης υποψηφίων για το υπουργικό συμβούλιο που αποφασίστηκε από τον πρωθυπουργό, ο οποίος θα χρειαστεί να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική επιβεβαίωση. Θα ζητηθεί η γνώμη του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας, της ανώτερης Βουλής, για την επιλογή υποψηφίων για βασικές θέσεις ασφαλείας, όπως η θέση του υπουργού Άμυνας. Και η προεδρία θα περιορίζετε σε δύο θητείες, ακόμη και αν δεν είναι διαδοχικές. Αυτή η σειρά τροπολογιών επομένως χρωματίζει μια πολυαναμενόμενη θεσμοθέτηση, ανοίγοντας το δρόμο προς ένα λιγότερο προεδρικό και περισσότερο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Ωστόσο, άλλες τροποποιήσεις ενοποιούν τη περίφημη «κάθετοποίηση της εξουσίας» και τονίζουν τον συγκεντρωτισμό της λήψης αποφάσεων. Το μέχρι τώρα αμιγώς συμβουλευτικό κρατικό συμβούλιο θα αναδιαμορφωθεί πλήρως βάσει αυτών των τροπολογιών. Υπό την ηγεσία του προέδρου, θα διαθέτει σημαντικές εξουσίες, όπως «καθορισμός κύριων κατευθύνσεων» για τις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές της Ρωσίας. Κατά συνέπεια, κατά την άποψή μου, η κυβέρνηση θα αρκεστεί στην τεχνοκρατική διαχείριση των εφαρμοσμένων πολιτικών.
Ορισμένες τροπολογίες ελπίζουν επίσης να εγγράψουν στο σύνταγμα μια νέα μορφή κρατικής ιδεολογίας, οργανωμένη γύρω από τρεις βασικούς πυλώνες: θρησκευτική πίστη, αγάπη και σεβασμός για το κράτος και την πατρίδα (ένα είδος ιδιότυπου πατριωτισμού), και εθνισμός (σε αντίθεση μάλιστα από τον εθνικισμό).
Η θρησκεία
Όσον αφορά τη θρησκεία, οι τροπολογίες προτείνουν να αναφερθεί ο Θεός («…η προστασία της μνήμης των προγόνων που πέρασαν τα ιδανικά και την πίστη τους στον Θεό..»), επιτρέπουν μόνο γάμους αντίθετου φύλου και επιμένουν στις οικογενειακές αξίες. Όσον αφορά τον πατριωτισμό, οι τροπολογίες σκοπεύουν να ενισχύσουν την πατριωτική εκπαίδευση των παιδιών, να προστατεύσουν τη μνήμη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου (η Ρωσία «…εκτιμά τη μνήμη των υπερασπιστών της Πατρίδας και διασφαλίζει την υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας…») και να αναγνωρίσει τη Ρωσία ως ο νόμιμος κληρονόμος της Σοβιετικής Ένωσης. Και όσον αφορά τον εθνισμό, οι τροποποιήσεις αποκαλούν τη «ρωσική γλώσσα ως τη γλώσσα του κρατικού-συστατικού λαού, μέρος της πολυεθνικής ένωσης ίσων λαών της Ρωσικής Ομοσπονδίας». Αυτή η δήλωση επιβεβαιώνει την υπεροχή της ρωσικής γλώσσας έναντι των γλωσσών των εθνικών δημοκρατιών, αλλά διατυπώνει επίσης για πρώτη φορά μια μορφή πρωταρχικού καθεστώτος για τους Ρώσους, που αναφέρεται σιωπηρά ως «κρατικός-συστατικός λαός».
Ωστόσο, αυτή η ιδεολογική τριάδα δεν αποτελεί ένα άκαμπτο δόγμα, η διαμόρφωσή της, η ίδια παραμένει ασαφής και σκόπιμα διφορούμενη.
Για παράδειγμα, ο Θεός θα αναφέρεται στο σύνταγμα, αλλά η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα αναγνωρίζεται ως κρατική θρησκεία. Η επίκληση του Θεού, υποστηριζόμενη και από το Πατριαρχείο της Μόσχας, αγκαλιάστηκε εξίσου από τους Μουσουλμανικούς Πνευματικούς Συμβούλους, ιδιαίτερα χαρούμενους που βλέπουν την απαγόρευση του γάμου των ομοφυλοφίλων που κατοχυρώνεται από νόμο πλέον. Η κοσμικότητα του κράτους δεν θα αμφισβητηθεί, καθώς η τροπολογία αναφέρεται στη «μνήμη των προγόνων», όχι στους σημερινούς κρατικούς θεσμούς, η θρησκευτικότητα της κοινωνίας δεν έρχεται σε αντίθεση με την κοσμικότητα του κράτους.
Η αναγνώριση της Ρωσίας ως νόμιμου κληρονόμου της Σοβιετικής Ένωσης επιβεβαιώνει απλά τη νομική στάση της Μόσχας τις τελευταίες δεκαετίες. Ήδη από το 2010, ο Ρώσος νομοθέτης Κωνσταντίνος Κοσατσόφ πρότεινε να αναγνωρίσει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία, ως διάδοχο κράτος της ΕΣΣΔ, πρέπει να εκπληρώσει όλες τις διεθνείς της υποχρεώσεις, αλλά δεν αναγνωρίζει καμία ηθική ευθύνη ή νομική υποχρέωση για εγκλήματα που διεπράχθησαν από σοβιετικές αρχές. Οι νέες τροπολογίες δεν προχωρούν περαιτέρω. Το να λατρεύουν την πατριωτική εκπαίδευση των παιδιών, καθώς και τη μνήμη του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, ανήκει στις πιο συνηθισμένες τάσεις της ρωσικής πολιτικής φιλοσοφίας και έχει ήδη συστηματοποιηθεί στις πολλές επαναλήψεις των κρατικών προγραμμάτων για την πατριωτική εκπαίδευση από το 2001.
Όσον αφορά τη ρωσική γλώσσα, δεν αναφέρεται στην έννοια του «ρωσικού λαού» (russkii narod), που θα δημιουργούσε πολλές πολεμικές αντιδράσεις στις εθνοτικές ομάδες (γύρω στις 180 σήμερα σε όλη την επικράτεια). Η επιμονή στη γλώσσα και όχι στο έθνος ικανοποιεί έτσι όλες τις πλευρές και τα πρότυπα του εθνισμού σε αντιδιαστολή με αυτά του εθνικισμού. Για να καλλιεργήσουν μια κρίσιμη ασάφεια στην ορολογία, ορισμένοι βουλευτές δήλωσαν ακόμη και ότι το κείμενο δεν επικαλείται τον εθνικό ρωσικό λαό (russkii narod) αλλά το πολιτικό έθνος όλων των Ρώσων (rossiiskii narod).
Το κράτος στο σύνταγμα τοποθετείται ως μετριοπαθείς δύναμη. Υποστηρίζει μια ατζέντα συντηρητικών αξιών, αλλά αρνείται ριζοσπαστικές διατυπώσεις που θα ενδυναμώσουν πάρα πολύ την Εκκλησία ή τις εθνικιστικές δυνάμεις. Προσπαθεί επίσης να αποφύγει όσο το δυνατόν περισσότερο κάτι που θα ήταν νομικά δεσμευτικό για διχαστικά θέματα – θρησκεία και εθνικισμό– και συμφωνεί με εκείνα για τα οποία έχει ήδη εξασφαλιστεί η συναίνεση αγάπη για την πατρίδα, αφηγήσεις του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε ορισμένες άλλες πτυχές, οι τροπολογίες είναι λιγότερο διακριτές. Για παράδειγμα, δύο άλλες σημαντικές προσθήκες στο σύνταγμα συνδέονται άμεσα με την ενίσχυση της κυριαρχίας της Ρωσίας ενάντια στη λεγόμενη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη.
Οι τροπολογίες
Πρώτον, οι τροπολογίες ορίζουν την υπερίσχυση του ρωσικού νόμου έναντι των διεθνών συνθηκών και υποχρεώσεων. Ωστόσο, καθώς το ισχύον σύνταγμα ήδη διασφαλίζει αυτήν τη νομική προτεραιότητα, η τροπολογία φαίνεται κυρίως συμβολική, ένα μήνυμα ίσως που αποστέλλεται στο διεθνές δικαστικό σύστημα. Η Μόσχα απέσυρε ήδη την υπογραφή της από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) το 2016 και απειλεί τακτικά να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, και ενδεχομένως και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Καθώς η Ουκρανία άσκησε διαδικασία εναντίον της Ρωσίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου και της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (για εντάσεις στη Μαύρη Θάλασσα), η Μόσχα θέλει να εκφράσει όσο το δυνατόν πιο έντονα ότι δεν δεσμεύεται από το διεθνές δίκαιο εάν ένας τέτοιος νόμος αντισταθμίζει τα εθνικά της συμφέροντα.
Δεύτερον, το αναθεωρημένο σύνταγμα θα απαγορεύει οποιαδήποτε δράση υπέρ του «διαχωρισμού ενός εδάφους» (otchuzhdenie territorii), συμπεριλαμβανομένων των εκκλήσεων για αυτονομία. Ενώ η Ρωσία δεν αντιμετωπίζει κινδύνους εδαφικής διάλυσης έντονα, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1990, η τροπολογία στοχεύει σαφώς, χωρίς να το ονομάσει, την Κριμαία, καθώς και, το Καλίνινγκραντ και τις Κουρίλες νήσους ενδεχομένως. Επομένως, οποιαδήποτε ενέργεια και ακόμη και κάθε έκκληση για την επανένταξη της Κριμαίας στην Ουκρανία θα ήταν νομικά αντίθετη με το σύνταγμα.
Σχετικά με την έμφαση στην κυριαρχία, μια άλλη σειρά τροπολογιών στοχεύει στην πίεση των δεσμών με το εξωτερικό, επισημαίνοντας τη διπλή υπηκοότητα. Οι υποψήφιοι για προεδρία, τα μέλη των κυβερνήσεων, η Δούμα, το Συμβούλιο Ομοσπονδίας, οι επικεφαλής των ομοσπονδιακών οργάνων και οι δικαστές θα απαγορεύεται να αποκτήσουν δεύτερη ιθαγένεια. Οι υποψήφιοι για την προεδρία θα απαιτείται να μην είχαν ποτέ δεύτερη υπηκοότητα. Ο στόχος αυτών των τροπολογιών είναι να εξαναγκάσει την πολιτική ελίτ και να διασφαλίσει την πίστη της στο καθεστώς, αμφισβητώντας την σκόπιμη χρήση της δεύτερης ιθαγένειας ως «δίχτυ ασφαλείας». Οι αριθμοί είναι άγνωστοι, αλλά πολλοί στους κρατικούς θεσμούς κατέχουν πράγματι ισραηλινή ή ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Αυτή η κίνηση ακολούθησε την απόφαση, που εκδόθηκε τον Απρίλιο από τη Δούμα, να επιτρέψει τη διπλή υπηκοότητα για τους Ρώσους πολίτες και να απλοποιήσει τη διαδικασία απόκτησης της ρωσικής ιθαγένειας, με την ελπίδα να αποκτήσει αρκετά εκατομμύρια νέους πολίτες στο «κοντινό εξωτερικό» και ενδεχομένως να χρησιμοποιήσει αυτό το διαβατήριο ως μόχλευση έναντι «ανυπόμονων γειτόνων».
Μεταξύ όλων των μέτρων που ανακοινώθηκαν από τις τροπολογίες, το κοινωνικό πακέτο είναι το βασικό σημείο ενδιαφέροντος για τον ευρύτερο πληθυσμό. Η υποχρέωση του κράτους να αναλάβει αρκετές κοινωνικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της τακτικής αναπροσαρμογής των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών, καθώς και την εξασφάλιση ενός ελάχιστου μισθού πάνω από το όριο της φτώχειας, έχουν δημοσιευτεί ευρέως. Και πράγματι, εδώ και χρόνια, το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ του ρωσικού κράτους και των πολιτών του θεμελιώθηκε σε αυξανόμενα επίπεδα διαβίωσης.
Συμπέρασμα
Το αναθεωρημένο σύνταγμα πιθανότατα δεν θα έχει απτές επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, ενισχύοντας μόνο τις ήδη υπάρχουσες τάσεις, εγγράφοντάς τις στον ανώτατο νόμο της χώρας. Παραδοσιακές αξίες, και γενικά όλη η «ιδεολογική γραμματική» Πούτιν σταθεροποιείται. Η χορήγηση κρατικών επιδοτήσεων για τη στήριξη των φτωχότερων, που θεωρείται η σιωπηλή πλειοψηφία που υποστηρίζει τον Πούτιν, έχει επίσης γίνει μια από τις κινητήριες κοινωνικοοικονομικές στρατηγικές των αρχών τα τελευταία χρόνια, ενώ παράλληλα προωθείται η εσκεμμένη «παραμέληση» τις αστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, οι οποίες θεωρούνται χαμένες για τη διακυβέρνηση.