Τί είπε ο Αλέξης Τσίπρας στο 25ο ετήσιο συνέδριο του Economist
Κυρίες και κύριοι, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει πιο ευχάριστη πρόσκληση από το να συμμετάσχει κανείς στο συνέδριο του Economist που, πολύ σωστά και πολύ ορθά επιλέξατε να το διεξάγετε στη σωστή τοποθεσία, το σωστό χρόνο.
Γιατί φαντάζομαι, εκτός από τις πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες και τα πολύ ενδιαφέροντα debates, θα έχει τη δυνατότητα ο καθένας και η καθεμιά, να απολαύσει και την εξαιρετική ατμόσφαιρα εδώ στην πολύ όμορφη αυτή γωνιά της Αττικής.
Θα ήθελα να ξεκινήσω σήμερα την παρέμβασή μου, καθώς συζητάμε για την Ελλάδα της επόμενης μέρας, από μια ανασκόπηση της κατάστασης σε διεθνές επίπεδο. Γιατί η Ελλάδα της επόμενης μέρας, θα υπάρχει σ’ ένα διεθνές περιβάλλον, έτσι όπως διαμορφώνεται μετά την πανδημία.
Άρα, θέλω να δούμε τη μεγάλη εικόνα πρώτα, τη διεθνή εικόνα. Ζούμε σε μια περίοδο που η ανθρωπότητα δοκιμάζεται. Ο κατά τον Χόμπσμπάουμ σύντομος 20ος αιώνας, άφησε πίσω τραγωδίες και πληγές που η ανθρωπότητα πάλεψε συλλογικά και σκληρά για να τις επουλώσει.
Σήμερα όμως, διανύοντας την 3η δεκαετία του 21ου αιώνα, σε καιρό ειρήνης στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, έχουμε φτάσει στο σημείο ν’ αντιμετωπίζουμε ξανά υπαρξιακά ζητήματα. Και το ερώτημα είναι: γιατί φτάσαμε ως εδώ; Κατά την άποψή μου, η απάντηση κρύβεται σε ένα δόγμα, που για πολλές δεκαετίες προσπάθησε να επικρατήσει σχεδόν ως φυσικός νόμος.
Ένα δόγμα το οποίο θέλει η ατμομηχανή της προόδου να είναι η εκμετάλλευση. Εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, εκμετάλλευση της φύσης, εκμετάλλευση του ισχυρού απέναντι στον αδύναμο. Πολλοί, μάλιστα, δεν δίστασαν κάποια στιγμή να υποστηρίξουν ακόμα και σαν θέσφατο ότι οι ανισότητες είναι στοιχείο τη ανθρώπινης φύσης. Αν θυμάστε, το είχε πει ο σημερινός πρωθυπουργός, ο κ. Μητσοτάκης.
Όμως, η ουσία είναι ότι αυτό το μοντέλο που στηρίχθηκε σ’ αυτό το δόγμα, είναι ένα μοντέλο που σήμερα βιώνει την απειλή από κάτι πραγματικά σημαντικό και όχι τεχνητά φυσικό: Την κλιματική κρίση και τον φονικό ιό. Δυστυχώς, αυτή η απειλή, η διπλή απειλή, απειλή για την ανθρώπινη ζωή και απειλή για το φυσικό περιβάλλον, μας αφορά όλους. Και το ερώτημα είναι: τι κάνουμε εδώ, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο;
Νομίζω ότι η συζήτηση είναι πλέον δομική. Δε μπορούμε να συζητάμε πια για επιμέρους διορθώσεις ή βελτιώσεις. Και ο λόγος είναι ότι πλέον ανοίγει ο δρόμος για μια νέα κοινή λογική. Πολίτες, κράτη, διεθνείς οργανισμοί, ακόμα και επιχειρήσεις, προσπαθούν να βρουν ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης που να πατά στην ίδια την πραγματικότητα, την πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα οι περισσότεροι αλλά και αυτή που αύριο. Αν δεν αλλάξουμε σήμερα, θα τη βιώσουμε όλοι. Ακόμα και οι πιο προνομιούχοι.
Ένας από τους πρώτους θεμελιωτές του οικονομικού δόγματος που κυριάρχησε στον κόσμο εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, ο Μίλτον Φρίντμαν, είχε πει προφητικά ότι «ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που μπορείς να κάνεις όσον αφορά τα πολιτικά προγράμματα είναι να κρίνεις τις προθέσεις και όχι τα αποτελέσματα τους».
Σήμερα, λοιπόν, δεν κρίνουμε προθέσεις. Δεν έχει τόσο μεγάλη αξία να κάνουμε μια ιδεολογική ή θεωρητική αντιπαράθεση. Σήμερα λέμε κάτι απλό: Ανεξάρτητα από τους σκοπούς, το παλιό απέτυχε. Και πρέπει να δούμε σε ποια κατεύθυνση θα κινηθούμε.
Ο κόσμος μας σήμερα είναι πιο άδικος από ποτέ. Το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει διπλάσιο πλούτο από όσον διαθέτουν μαζί 6,9 δισεκατομμύρια πολίτες της γης. Ο πλανήτης μας σήμερα θερμαίνεται περισσότερο από ποτέ. Τα έξι τελευταία χρόνια είναι τα θερμότερα στην ιστορία της ανθρωπότητας, ως αποτέλεσμα της σοβούσας κλιματικής κρίσης.
Σε αυτά τα δεδομένα, ήρθε και χτύπησε η πανδημία για να αναδείξει ακόμα μια πτυχή: Ότι το κυρίαρχο δόγμα, που υποτιμά την κοινωνική προστασία και τις δομές της δημόσιας υγείας, θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των πολιτών, όχι σε 10, 20, 30 χρόνια, αλλά σήμερα και ανά πάσα στιγμή.
Διότι ακόμη και η υπόθεση της αντιμετώπισης της πανδημίας στήθηκε πάνω στο επιχειρηματικό πλάνο ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων που κρατάνε ακόμα και σήμερα με νύχια και με δόντια τη πατέντα των εμβολίων και δεν δέχονται αυτά να παραχθούν μαζικά, προκειμένου αυτό το δημόσιο αγαθό, το εμβόλιο, να φτάσει έγκαιρα και μαζικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Σαν να μη καταλαβαίνουμε τίποτα απ’ όλα όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα, σαν να μην καταλαβαίνει κανείς αυτό που είπε και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ότι δεν μπορείς να είσαι ασφαλής πουθενά στον κόσμο, αν δεν είναι ασφαλείς όλοι παντού. Και έτσι τρέχουμε τις τελευταίες εβδομάδες να προλάβουμε τις μεταλλάξεις που έρχονται από την Ινδία ή από άλλες περιοχές του πλανήτη.
Αυτός ο κόσμος λοιπόν των μεγάλων ανισοτήτων, αυτός ο κόσμος όπου χώρες, πλούσιες χώρες, παίρνουν όλα τα εμβόλια και οι φτωχότερες δεν παίρνουν τίποτα, όπου πλούσιες χώρες ρυπαίνουν εις βάρος της ζωής όλων και καταστρέφουν φυσικούς πόρους, εις βάρος της υγείας όλων, είναι ένας κόσμος που δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά αν συνεχίσει στο ίδιο μοντέλο να λειτουργεί.
Ας έρθουμε όμως στα της Ελλάδας, μετά από αυτή τη μικρή αλλά αναγκαία παρένθεση, γιατί πιστεύω ότι η πανδημία μας έχει αναγκάσει όλους να σκεφτούμε λίγο πιο, αν θέλετε, πλανητικά, να σκεφτούμε όχι μονάχα το τι συμβαίνει στον τόπο μας, αλλά το τι συμβαίνει στον πλανήτη γενικά. Διότι η πανδημία είναι μια πλανητική κρίση, όπως και η κλιματική κρίση.
Νομίζω ότι και στη χώρα μας η κρίση της πανδημίας έχει αφήσει πολύ σημαντικές και ανοιχτές πληγές. Και το ερώτημα είναι αν τα διδάγματά της θα μας οδηγήσουν σε κρίσιμα συμπεράσματα για να αλλάξουμε κατεύθυνση, για μια καλύτερη πορεία για τη χώρα και για την κοινωνία.
Άκουσα χθες τον κ. Μητσοτάκη να μιλά από αυτό εδώ το βήμα. Και θα μου επιτρέψετε να σας πως ότι νόμιζα ότι αναφέρεται σε κάποια άλλη χώρα, ότι δεν μιλά για την Ελλάδα. Για μια χώρα στην οποία το κράτος μοίρασε χρήμα και συγκράτησε την ύφεση, για μια χώρα που η οικονομία της ανθεί και ανοίγουν δουλειές, μια χώρα που θωράκισε το σύστημα υγείας -δεν ξέρω αν έχετε πάει σ’ ένα νοσοκομείο το τελευταίο διάστημα-, μια χώρα που αναμόρφωσε το κράτος και ήδη εκτοξεύεται στο μέλλον.
Αυτό το παράλληλο σύμπαν που διαμορφώνει η εκκωφαντική απουσία αυτοκριτικής, αφήνει κατά την άποψή μου τη χώρα στην πραγματικότητα ακέφαλη απέναντι στα μεγάλα ζητήματα και στις μεγάλες προκλήσεις που έχει ν’ αντιμετωπίσει.
Ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι επαναφέρει την οικονομία σε κανονικότητα και μάλιστα σ’ εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, στηρίζοντας μάλιστα ταυτόχρονα, όπως είπε, την κοινωνία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαστρέβλωση της πραγματικότητας απ’ αυτή την τοποθέτηση.
Επιτρέψτε μου λίγα λόγια για να το εξηγήσω αυτό. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που ψήφισε η κυβέρνηση πριν από λίγες ημέρες στη Βουλή, προβλέπει ότι το 2021 έχει έλλειμμα 7% του ΑΕΠ, αλλά το 2022 θα περάσουμε σ’ ένα έλλειμμα 0,50% του ΑΕΠ και το 2023 σε πλεόνασμα 2%.
Για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς μαθηματικά και μπορούν να μετρήσουν τι σημαίνει αυτό, πρόκειται για δημοσιονομική προσαρμογή 9 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μέσα σε 2 χρόνια. 9 μονάδες ισοδυναμούν με 16 δις ευρώ. Μια δυσθεώρητη δηλαδή δημοσιονομική προσαρμογή, για να το θέσω ευγενικά, την οποία θα επωμιστεί το σύνολο του ελληνικού λαού.
Για να καλυφθεί ένα τέτοιο κενό, που το προβλέπει η ίδια η κυβέρνηση, λένε στο Μεσοπρόθεσμο ότι δεν θα παρθούν νέα μέτρα λιτότητας. Δεν έχουμε κανένα λόγο να την αμφισβητήσουμε, αλλά πώς θα υπάρξει αυτή ή προσαρμογή; Με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μακάρι να έρθουν, λέω εγώ, και με την κατάργηση, την άμεση κατάργηση όλων των μέτρων στήριξης από το 2022 και μετά προς πάσα κατεύθυνση.
Όλα τα μέτρα –ακόμη κι αυτά τα επιλεκτικά και ανεπαρκή που έλαβε- στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, θα παύσουν, αλλά θα παύσουν, κι εδώ είναι το πιο κρίσιμο, και όλες οι φοροελαφρύνσεις, που τόσο καιρό παρουσιάζονται ως μόνιμες και μάλιστα ως διευρυνόμενες. Αυτή είναι η αλήθεια των αριθμών.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η πρόβλεψη περί «επιστροφής στην κανονικότητα» εδράζεται και στην αδιανόητη πρόβλεψη περί εκρηκτικής αύξησης των εσόδων από τη φορολογία. Την ώρα δηλαδή που υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις δίνουν αγώνα επιβίωσης, ο κ. Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης όχι απλώς αποφασίζουν ότι δεν χρειάζονται πλέον καμία περαιτέρω στήριξη, αλλά ότι θα είναι και σε θέση να πληρώνουν πολλαπλάσια.
Θα ήθελα πραγματικά να αναρωτηθώ εδώ μαζί σας πόσο εκτός πραγματικότητας οικονομικής και πόσο εκτός κοινωνικής πραγματικότητας πρέπει να βρίσκεται κανείς για να κάνει τέτοιους υπολογισμούς και τέτοιους σχεδιασμούς. Εκτός κι αν έχει τη σιγουριά ότι δεν θα κληθεί σύντομα να δώσει λογαριασμό γι’ αυτούς τους υπολογισμούς και αυτούς τους σχεδιασμούς, διότι δεν θα ολοκληρωθούν αυτοί οι σχεδιασμοί κι αυτοί οι υπολογισμοί γιατί θα διακοπούν από κάποιες πολιτικές εξελίξεις. Αυτή μπορεί να είναι μια εκδοχή.
Αλλά ειλικρινά αναρωτιέμαι, πώς μπορεί να στηρίζεται μια τέτοια ανάλυση; Σε ποια δεδομένα; Και ξέρετε, όλα αυτά συμβαίνουν σήμερα και προδιαγράφονται για το άμεσο μέλλον, ενώ αυτή η κυβέρνηση βρέθηκε να ενεργεί έχοντας στη διάθεσή της περισσότερα όπλα από κάθε άλλη κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες:
Με γεμάτα ταμεία, με ένα σοβαρό μαξιλάρι ασφαλείας που της αφήσαμε, περί τα 37 δισ. ευρώ, με πρωτόγνωρες σε ευρωπαϊκό επίπεδο δημοσιονομικές διευκολύνσεις, με αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, με το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της EKT στο οποίο συμπεριλήφθηκε η χώρα μας να δίνει πρωτοφανή ρευστότητα, με μια ισχυρή πολιτική κατεύθυνση από την Ευρώπη για επεκτατική πολιτική και κοινωνικές δαπάνες και όχι με εκβιασμούς για μέτρα λιτότητας, όπως έκανε τόσα χρόνια.
Είναι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, για τις τεράστιες δυνατότητες που έχει στη διάθεσή της και, κατά την άποψή μου, χρησιμοποίησε με χείριστους τρόπους είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που φέρει και την απόλυτη ευθύνη για την οικονομική και κοινωνική κρίση στην οποία βρισκόμαστε και που δυστυχώς θα βαθύνει, αν δεν υπάρξει ριζική στροφή, στην εφαρμοζόμενη πολιτική.
Και δεν υπάρχει ίσως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για τον λάθος δρόμο στον οποίο επιμένει να μας σέρνει ο κ. Μητσοτάκης, από το σχέδιό του για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Ένα σχέδιο το οποίο αποσύρθηκε, λέμε, προσωρινώς, ελπίζω όχι προσωρινώς, ελπίζω μόνιμα, και αποσύρθηκε διότι απετέλεσε και αποτελεί ένα μνημείο ερασιτεχνισμού. Διότι είναι ένα σχέδιο που διογκώνει δυσθεώρητα το χρέος και θέτει σε διακινδύνευση τους κόπους σημερινών και των μελλοντικών συνταξιούχων και εργαζομένων.
Και θα ήθελα με την ευκαιρία αυτού του βήματος και γνωρίζοντας ότι μας ακούν και πολλοί τεχνοκράτες με τους οποίους συνεργαστήκαμε στο παρελθόν σε πολύ δύσκολες συνθήκες για να κάνουμε βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, για να προχωρήσουμε σε μια ρύθμιση του χρέους, που έδωσε όρους βιωσιμότητας κι έναν καθαρό διάδρομο δεκαετίας, θέλω να κρούσω τον κώδωνα του κινδύνου.
Τον κρούουμε εδώ και καιρό τον κώδωνα του κινδύνου για το σχέδιο αυτό. Και η απόσυρσή του, μας επιβεβαιώνει. Η ιδεοληπτική εμμονή για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, θα κοστίσει στο ελληνικό δημόσιο και τους φορολογούμενους σωρευτικά πάνω από 50 δισ. ευρώ.
Δεν μιλάμε λοιπόν για ένα σχέδιο που θέτει σε διακινδύνευση μονάχα τις καταβαλλόμενες και τις μελλοντικές επικουρικές συντάξεις, τις ήδη καταβληθείσες εισφορές των εργαζομένων, τις εισφορές των μελλοντικών εργαζόμενων που εκτίθενται στους κινδύνους των κεφαλαιαγορών, αλλά για ένα επικίνδυνο σχέδιο που προκαλεί γενικευμένο πρόβλημα στα δημόσια οικονομικά, το οποίο θα κληθεί να πληρώσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Και για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο να μπούμε όλοι σε μια τέτοια περιπέτεια ενώ η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού είναι εξασφαλισμένη και γενικώς παραδεκτή από όλα τα ευρωπαϊκά όργανα μετά τη μεταρρύθμιση που έγινε επί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2016; Ο μόνος λόγος είναι η κερδοφορία ελάχιστων ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών.
Οι επικίνδυνοι ερασιτεχνισμοί προς το παρόν αποκαλύφθηκαν και ανακόπηκαν με την υποχώρηση στην κατάθεση του νομοσχεδίου. Επαναλαμβάνω όμως ότι ελπίζω σύντομα να μιλάμε όχι για πρόσκαιρη υποχώρηση, αλλά για οριστική ματαίωση αυτού του σχεδιασμού.
Δεν είναι όμως μόνο το Μεσοπρόθεσμο και το αδιανόητο σχέδιο για την ιδιωτικοποίηση του Ασφαλιστικού που επιβεβαιώνουν ότι αυτή η κυβέρνηση χαραμίζει και για το εγγύς μέλλον τις πρωτοφανείς οικονομικές δυνατότητες που δίνονται στη χώρα και λειτουργεί εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας, Είναι και το σχέδιό της για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα.
Οι σημερινές αποκαλύψεις για τις ενστάσεις της Κομισιόν στο ελληνικό σχέδιο και μάλιστα ενστάσεις που είναι μόνο για την Ελλάδα απ’ όλα τα σχέδια που έχουν κατατεθεί, επιβεβαιώνουν οι σημερινές αποκαλύψεις και τα δημοσιεύματα μέχρι κεραίας, και τις ανησυχίες αλλά και την κριτική μας.
Το σχέδιο της κυβέρνησης που ειρήσθω εν παρόδω, συντάχθηκε χωρίς ουσιαστική διαβούλευση, τόσο με τα κόμματα όσο και με τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Ένα σχέδιο που προβλέπει ότι η χρηματοδότηση του Ταμείου θα κατευθυνθεί αποκλειστικά σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, εν πάση περιπτώσει, ότι θα αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση ένα πολύ μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, αφού τα δάνεια θα χορηγούνται από τις συστημικές τράπεζες με αποκλειστικά δικά τους κριτήρια. Και η ρευστότητα θα κατευθυνθεί σε συγκεκριμένους Ομίλους που είναι αξιόχρεες επιχειρήσεις από τις συστημικές Τράπεζες, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν έχουν ούτως ή άλλως, το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά, πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
Κι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με πολιτική επιλογή εις βάρος της πλειοψηφίας και των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, αλλά έχουμε να κάνουμε και με μια διαδικασία που στερείται διαφάνειας. Δεν γνωρίζουμε ούτε τους όρους με τους οποίους θα δίνεται αυτή η χρηματοδότηση, ούτε γνωρίζουμε ποιοι θα ωφεληθούν, ούτε γιατί θα ωφεληθούν ούτε πόσο θα ωφεληθούν. Δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα.
Μιλάμε όμως για δάνεια που τα χρεώνεται το ελληνικό δημόσιο και οι Έλληνες φορολογούμενοι. Και δεν μιλάμε για την προσωπική περιουσία, ή εν πάση περιπτώσει για κάποια χρήματα τα οποία μπορεί να διαχειριστεί η κυβέρνηση ή ο πρωθυπουργός. Άρα, στα ζητήματα αυτά, τόσο η διαφάνεια, κυρίως η διαφάνεια, αλλά και η διαδικασία, είναι πάρα πολύ κρίσιμη υπόθεση.
Ας δούμε όμως, φίλες και φίλοι, αν αυτές είναι μερικές μόνο από τις αλήθειες τις οποίες δεν συζητάμε πολύ στο δημόσιο διάλογο. Ας μου επιτρέψετε να έρθω στο δεύτερο σκέλος της παρέμβασής μου και να κλείσω με αυτό, το οποίο δεν είναι η κριτική, δεν είναι οι αλήθειες που αποκρύβονται, αλλά είναι οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Οι μεγάλες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας.
Και θα μου επιτρέψετε ν’ αναφερθώ σε τέσσερις από αυτές. Η πρώτη πρόκληση είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Για την κλιματική κρίση όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει η δέσμευση από τη Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα. Διακόσιες χώρες απ’ όλο τον κόσμο έχουμε δεσμευτεί, και μάλιστα για πρώτη φορά με νομικά δεσμευτικό κείμενο, ότι το 2030 θα παράγουμε 50% λιγότερους ρύπους.
Επομένως, δεν συζητάμε για το αν θα γίνει η πράσινη μετάβαση. Θα γίνει. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα γίνει η πράσινη μετάβαση. Η μία αντίληψη, αυτή που υιοθετεί η σημερινή κυβέρνηση, λέει ότι θα προκύψει μέσα από τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Μπορεί ο καθένας να κατανοήσει ότι αυτή η οπτική ανοίγει τον δρόμο, αν δεν υπάρχουν κι άλλα μέσα, κι άλλα κριτήρια, είναι μια οπτική που ανοίγει το δρόμο για να καταστεί η πράσινη μετάβαση η χειρότερη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού. Διότι αν κάτι τόσο ζωτικής σημασίας κρίνεται στη βάση του εισοδήματος του καθενός ή μονάχα του επιχειρηματικού κέρδους, τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια.
Κάποιος που έχει την οικονομική δυνατότητα, για παράδειγμα, μπορεί να βάλει φωτοβολταϊκά στο σπίτι του ή να αγοράσει ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Οι υπόλοιποι όμως που δεν έχουν ανάλογα εισοδήματα ή έχουν χαμηλά εισοδήματα, όχι μόνο δεν θα συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία, αλλά θα τιμωρούνται κιόλας.
Εμείς λοιπόν λέμε κάτι απλό. Η πράσινη μετάβαση είναι μια ανάγκη που πρέπει να υλοποιηθεί όχι μόνο χωρίς κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά με τις πλατύτερες δυνατές συναινέσεις. Για να γίνει αυτό, χρειάζονται συγκεκριμένες μέριμνες ώστε η πράσινη μετάβαση να είναι και δίκαιη μετάβαση.
Με ισχυρό ρόλο του κράτους και τις πράσινες επενδύσεις κοινής ωφέλειας. Με θεσμικές παρεμβάσεις που να ενισχύουν την περιβαλλοντική προστασία όπως η εισαγωγή του κλιματικού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος σε όλα τα χρηματοδοτικά και αναπτυξιακά εργαλεία.
Με ρυθμίσεις που συνενώνουν την πράσινη μετάβαση με την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως για παράδειγμα το 50% των νέων ΑΠΕ να πάει σε νοικοκυριά, κατά προτίμηση στα πιο αδύναμα, να πάει στις ενεργειακές κοινότητες, να πάει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έτσι ώστε τα οφέλη αυτής της αλλαγής να διαχέονται στην κοινωνία.
Με αξιοποίηση της ευκαιρίας για την πράσινη μετάβαση ώστε να επενδύσουμε στην εγχώρια τεχνολογία και καινοτομία, για να μη γίνουμε τελικά μια χώρα που απλά θα εισάγει προϊόντα και τεχνολογία από άλλες χώρες για τους σκοπούς της πράσινης μετάβασης.
Και τέλος, η πράσινη μετάβαση πρέπει να γίνει η αφορμή για να στρέψουμε την οικονομία μας σε πιο έντονα παραγωγική δραστηριότητα, στη γεωργία, στην μεταποίηση, στις νέες πράσινες τεχνολογίες, την αναβίωση κλάδων μεταποίησης όπως τα ναυπηγεία, την άμυνα και αλλού.
Είναι δηλαδή αφορμή για να δώσουμε στην ελληνική οικονομία την προοπτική μιας βιώσιμης μακροχρόνιας εξόδου από το αναπτυξιακό της αδιέξοδο.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, που πρέπει να προχωρήσει δυναμικά, με σκοπό τη μείωση όμως των ανισοτήτων και όχι τη διεύρυνσή τους.
Αν λοιπόν η πρώτη πρόκληση είναι η πράσινη μετάβαση, η δεύτερη πρόκληση είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτή έχει τρία θεμέλια.
Το πρώτο είναι η εργασία. Καλύτερες συνθήκες εργασίας, καλύτεροι μισθοί ως βάση για την αύξησης της παραγωγικότητας. Πώς θα συμβεί αυτό; Με την αύξηση του κατώτατου μισθού, την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τη μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας πιλοτικά έστω στις 35 ώρες, με την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Δηλαδή, με τη δημιουργία των συνθηκών ώστε ο κόσμος της εργασίας να γίνει ξανά ο πρωταγωνιστής της παραγωγικής δραστηριότητας, χωρίς απλήρωτες υπερωρίες, χωρίς ωράρια λάστιχο, χωρίς κακοπληρωμένες δουλειές και φυσικά, χωρίς τον διαρκή φόβο της απόλυσης.
Το δεύτερο θεμέλιο είναι ένα ισχυρό και αξιόπιστο κοινωνικό κράτος. Με σχέδιο, πόρους και όραμα για την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική αλληλεγγύη και το ασφαλιστικό σύστημα. Ένα νέο ΕΣΥ είναι αναγκαίο. Το απέδειξε η πανδημία. Με επαρκές προσωπικό, με καλούς μισθούς στους νέους γιατρούς ώστε να μη φεύγουν στο εξωτερικό, με ισχυρή πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Ένα εκπαιδευτικό σύστημα επίσης που θα ενισχύει το δημόσιο σχολείο και ένα σύστημα πρόσβασης στα πανεπιστήμια που δεν θα πετά τη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών εκτός διαδικασίας.
Ένα σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης με επαρκείς πόρους και άρτιο σχεδιασμό για να υπάρχει ένα μόνιμο δίχτυ προστασίας για κάθε πολίτη που ζει σε αυτή τη χώρα. Ένα ασφαλιστικό σύστημα δίκαιο και βιώσιμο που δεν θα είναι τζόγος, όπως αποπειράται να το μετατρέψει η σημερινή κυβέρνηση, αλλά θα τιμά και θα προστατεύει τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής των εργαζόμενων πολιτών.
Η τρίτη μεγάλη πρόκληση είναι αυτή που αφορά στη δημιουργία μιας δυνατής οικονομίας. Ας ξεκινήσουμε από το πρόβλημα. Τα 17 δισ. που προστέθηκαν στο ιδιωτικό χρέος στην περίοδο της πανδημίας και ο νέος πτωχευτικός που ρευστοποιεί την περιουσία πολιτών και επιχειρήσεων, αποτελούν βόμβες στα θεμέλια οποιασδήποτε αναπτυξιακής στρατηγικής.
Επομένως, η διαγραφή μέρους των οφειλών κι ένας δίκαιος κι ευνοϊκός διακανονισμός για τις υπόλοιπες οφειλές, με προστασία της πρώτης κατοικίας, μ’ ένα νέο πλαίσιο ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τραπεζικές οφειλές, αποτελεί μονόδρομο για να έχουμε δικαιοσύνη και κοινωνική ειρήνη το επόμενο διάστημα.
Και βεβαίως, ένα σημαντικό ζήτημα είναι οι διαθέσιμοι πόροι. Ξεκινώ πρώτα από τις τράπεζες, οι οποίες απουσιάζουν ηθελημένα από την παραγωγική δραστηριότητα, δεν στηρίζουν με ρευστότητα την πραγματική οικονομία.
Για τον λόγο αυτό, έχω ξεκάθαρα δηλώσει ότι δική μας προτεραιότητα θα είναι να ασκήσουμε το δικαίωμα του κράτους ως μέτοχος, στη διοίκηση των Ιδρυμάτων για να γίνει ο τραπεζικός τομέας αρωγός της παραγωγικής δραστηριότητας. Δεν είμαστε πια σε μνημονιακή επιτροπεία. Και πρέπει να ακολουθήσουμε το πλαίσιο που ακολουθούν όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους εφόσον έχουν χρηματοδοτήσει το τραπεζικό σύστημα.
Το μεγάλο όπλο της χώρας για τα επόμενα χρόνια είναι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Η πρόταση μας είναι συγκεκριμένη, έχει κατατεθεί έγκαιρα και αναλυτικά κι έχει ως άξονες τη στήριξη και ανανέωση των επιχειρήσεων και ιδίως της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα σε δίκτυα, υποδομές και υπηρεσίες βασικών αγαθών, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Τελευταίο ζητούμενο για μια δυνατή οικονομία είναι η φορολογική δικαιοσύνη. Τι σημαίνει αυτό, απλά; Ο καθένας θα πληρώνει ανάλογα με το πραγματικό του εισόδημα. Αν κάποιος δει όμως το φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στη χώρα δεν υπάρχουν πλούσιοι, καθώς πάνω από 80.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα εμφανίζει μόλις το 0,03% του πληθυσμού.
Αυτό είναι μια στρέβλωση την οποία τη γνωρίζουμε όλοι. Διότι, αν είναι μόνο το 0,03% να έχει πάνω από 80.000 ευρώ, αν κάνετε μια βόλτα εδώ στην περιοχή και δείτε τον τρόπο με τον οποίο πολλοί συμπολίτες μας Έλληνες διαβούν, θα καταλάβετε ότι μάλλον είστε σε μια άλλη χώρα.
Το κρίσιμο λοιπόν είναι να δομήσουμε ένα φορολογικό σύστημα που να μπορεί να διορθώνει αυτή την εξόφθαλμη αδικία και να μην αφήνει περιθώριο για κόλπα και εξαιρέσεις, φοροαποφυγές, φοροδιαφυγή, ώστε ο καθένας να συμβάλει αυτό που του αναλογεί. Διότι ξαναλέω: κανείς δεν μπορεί να είναι μόνος του, και κανείς δεν μπορεί να είναι πάνω από την κοινωνία.
Η τέταρτη μεγάλη πρόκληση, είναι η θεσμική εξέλιξη της χώρας, ως μία σύγχρονη, ευρωπαϊκή, δημοκρατία. Η Ελλάδα της 3ης δεκαετίας του 21ου αιώνα πρέπει να είναι χώρα πρότυπο σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων των πολιτών της.
Η χώρα πρέπει να έχει πυξίδα τον πυρήνα των ευρωπαϊκών αξιών και όχι τους νεόκοπους δημαγωγούς της Κεντρικής Ευρώπης που γυρίζουν την ήπειρο μας σε σκοτεινές εποχές. Είναι αδιαπραγμάτευτα τα δικαιώματα των προσφύγων και των μεταναστών που ζουν στη χώρα μας και η ενίσχυση των πολιτικών ενσωμάτωσης.
Είναι αυτονόητο ότι όλα τα ζευγάρια ετερόφυλα ή ομόφυλα έχουν τα ίδια δικαιώματα. Είναι θεμελιώδης η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού. Είναι θέμα αρχής να βάλουμε ένα τέλος σε αυτή τη χώρα σε αυτό που ονομάζουμε έμφυλη κακοποίηση και κακοποίηση και στην ενδοοικογενειακή βία.
Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να ζήσουμε σ’ ένα περιβάλλον δημοκρατίας και δικαιωμάτων. Όχι σ’ ένα περιβάλλον αστυνομοκρατίας, όπως βιώσαμε την περίοδο του lockdown.
Φίλες και φίλοι, η συζήτηση για την επόμενη μέρα της Ελλάδας είναι πολύ πλούσια και ενδιαφέρουσα. Νομίζω ότι προσπάθησα ν’ ανοίξω ζητήματα, πάντως νομίζω ότι αν κάποιος μπορούσε να συμπυκνώσει σε μια φράση το που είμαστε και το που θέλουμε να πάμε, δεν θα έβρισκε καλύτερη φράση από τον τίτλο που αποφασίσατε για το φετινό round table του Economist: Από την κοινωνική αποστασιοποίηση, που βιώσαμε όλοι πολύ επώδυνα όλους τους προηγούμενους μήνες, στην κοινωνική αλληλεγγύη.
Νομίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τίτλος. Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι σήμερα το αναγκαίο αντίδοτο τόσο στην απόγνωση, στον ατομισμό όσο όμως και στον διχασμό με βάση τις τελευταίες εξελίξεις της πανδημίας, τον εμβολιασμό, τη λογική του κοινωνικού αυτοματισμού που μας ανησυχεί όλους μας, διότι βλέπουμε να αναπαράγεται.
Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι ο καλύτερος μας εαυτός. Είναι η δύναμη που έχουμε μέσα μας, κάθε πολίτης αυτής της χώρας, για να κάνουμε τη χώρα μας καλύτερη, για να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή.
Διότι πιστεύω ότι στο τέλος της ημέρας αυτός πρέπει να είναι ο στόχος και αυτό πρέπει να είναι και ο όραμα, ιδίως για όσες πολιτικές δυνάμεις και όσους πολιτικούς θέλουμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις.
Να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή, ν’ ανοίξουμε το δρόμο για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Κοινωνική αλληλεγγύη, λοιπόν, απέναντι σ’ έναν ατομισμό που μας οδηγεί στη διεύρυνση των ανισοτήτων και σε αδιέξοδα.
Σας ευχαριστώ θερμά.