Άρθρο προέδρου ΕΒΕΠ Βασίλη Κορκίδη Η κατανάλωση πρωταγωνιστεί στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
Παρά την προσπάθεια αλλαγής του αναπτυξιακού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας από το 2019 και μετά την πολυετή κρίση, η μετάβαση προς την ανάπτυξη επιταχύνθηκε, αλλά δεν άλλαξε σύνθεση. Συγκεκριμένα η κατανάλωση εξακολουθεί να πρωτοστατεί έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων, συνεισφέροντας το 88% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Η κατανάλωση του Δημοσίου έκλεισε το 2023 κοντά στο 20% από το 23% του 2020 και αναμένεται τα επόμενα χρόνια να πέσει κοντά στο 18%. Η ιδιωτική κατανάλωση όμως παρέμεινε και το 2023 στο 68% δηλαδή σε μια αναλογία δεν έχει μεταβληθεί εδώ και δεκαετίες. Ως εκ τούτου η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, τα επίπεδα των τιμών και βεβαίως του τουρισμού που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Η υψηλότερη αναλογία της κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια, σημειώθηκε το 2020 με 93%, εξαιτίας της μεγάλης ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία και παρά το γεγονός πως στο μεγαλύτερο μέρος της συγκεκριμένης χρονιάς η αγορά ήταν κλειστή, λόγω των υγειονομικών μέτρων.
Στον αντίποδα το μερίδιο των επενδύσεων αυξήθηκε ελάχιστα το 2023, αλλά εξακολουθεί να απέχει περισσότερες από οκτώ μονάδες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης, κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει όσον αφορά τη συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ. Η αναλογία των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ διαμορφώθηκε το 2023 στο 14% από το 13% το 2021. Σημειωτέον πως την περιόδο 2015-2019 η αναλογία είχε φτάσει να υποχωρεί ακόμη και κοντά στο 11%, με αποτέλεσμα το επενδυτικό κενό να διευρυνθεί, σε σύγκριση με την αντίστοιχη μέση αναλογία του 22% της ΕΕ. Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο η απόσταση να μειωθεί στις πέντε ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να φτάσουμε τουλάχιστον στο 17%. Αυτό σημαίνει πως οι επενδύσεις που το 2023 ανήλθαν στα 30 δισ. ευρώ, θα πρέπει να ανέβουν στα 38 δισ. ευρώ. Η μεγαλύτερη επίδοση για την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 2007, με την τεράστια ώθηση από την κτηματαγορά, όταν η αναλογία έφτασε στο 26% και με τις επενδύσεις να ανέρχονται τότε στα 63 δισ. ευρώ. Η επανάληψη μιας τέτοιας επίδοσης προϋποθέτει αύξηση της χρηματοδότησης μέσω του τραπεζικού δανεισμού, προσέλευση άμεσων ξένων επενδύσεων που δεν θα κινούνται μόνο στον τομέα της εξαγοράς ακινήτων και υποδομών, αλλά και πλήρη αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων.
Όσο αφορά τώρα στις εξαγωγές, στις οποίες ενσωματώνεται και η επίδοση του τουρισμού το 2023 υποχώρησαν σημαντικά αναλογικά με το ΑΕΠ. Οι εξαγωγές έκαναν το 2022 ιστορικό ρεκόρ με τη καλύτερη επίδοση των τελευταίων 30 ετών στα 55 δις ευρώ και με την αναλογία να φτάνει στο 49%. Αυτό συνέβη, λόγω της αύξησης των πωλήσεων ελληνικών προϊόντων, λόγω της ανοδικής πορείας του τουρισμού, αλλά και λόγω της κατακόρυφης αύξησης των τιμών ενέργειας. Ο τουρισμός μπορεί να πήγε το 2023 καλύτερα από κάθε άλλη χρονιά, αλλά η αναλογία των εξαγωγών υποχώρησε στο 44,87% που είναι η δεύτερη καλύτερη επίδοση των τελευταίων 30 ετών. Το 2023 εξέλιπαν οι αυξημένες τιμές ενέργειας, ενώ προς το τέλος του έτους άρχισαν να περιορίζονται οι εξαγωγές προϊόντων, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν 8,7% στα 51 δις ευρώ και με την αναλογία στο 45%. Τα προβλήματα στη ναυσιπλοΐα λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στην Ερυθρά Θάλασσα, οι αλλαγές στην αλυσίδα εφοδιασμού και η ανησυχία για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας θα είναι το βαρόμετρο για την πορεία των εξαγωγών αναλογικά με το ΑΕΠ και μένει να δούμε τι θα γίνει τους υπόλοιπους μήνες του 2024.
Τα οικονομικά στοιχεία μπορεί λοιπόν να μην αποτυπώνουν τη προσπάθεια αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, αλλά τόσο οι δομικές αλλαγές στην οικονομία, όσο και ο περιορισμός του επενδυτικού κενού, που επιχειρούνται, απαιτούν αρκετό χρόνο και στόχο. Έτσι η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει για το 2024 ένα πολύ φιλόδοξο στόχο ανάπτυξης ανεβάζοντας τον πήχυ στο +2,9% τη στιγμή που κανένας οργανισμός δεν προβλέπει ποσοστό μεγαλύτερο του 2,3%. Η κυβέρνηση προσδοκά το 2024 πάνω από 7 δις ευρώ από τις αποκρατικοποιήσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης περιφερειακών λιμένων και αεροδρομίων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ και του ΤΧΣ. Ο σχεδιασμός για το 2024 συμπεριλαμβάνει, από την ολοκληρωμένη διαδικασία ανάθεσης της Αττικής Οδού, την είσπραξη ενός τιμήματος 3,27 δις ευρώ. Σε κάθε περίπτωση πάντως τα στοιχεία σύνθεσης του ΑΕΠ δείχνουν ότι για μια ακόμη χρονιά το στοίχημα θα κριθεί από την κατανάλωση περισσότερο των νοικοκυριών και λιγότερο του Δημοσίου, το οποίο σημαίνει πως το ζητούμενο είναι η αύξηση των εισοδημάτων για τους μισθωτούς και του κύκλου εργασιών για τις επιχειρήσεις.