Ο Παυλόπουλος έβλεπε μπροστά όταν αναφερόταν στον Επίκτητο και στην ελευθερία
«Με όρους άσκησης εξουσίας μέσω της θέλησης, πάντα κατά τον Επίκτητο, εκείνος, ο οποίος θέλει μόνον αυτό που μπορεί να κατακτήσει και αρκείται σε αυτό, δεν οδηγείται σε καταστάσεις λύπης και στενοχώριας, άρα είναι «ελεύθερος», ως απαλλαγμένος από επιθυμίες και επιδιώξεις που καθίστανται, εκ των πραγμάτων, ανέφικτες. Και, αντιθέτως, εκείνος, ο οποίος θέλει κάτι που δεν μπορεί να κατακτήσει, μη αρκούμενος σε αυτά, τα οποία έχει, δηλαδή εκείνος που επιδιώκει το ανέφικτο, οδηγείται, μοιραίως, σε κατάσταση λύπης και στενοχώριας και, έτσι, καθίσταται «δούλος». Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές ο Επίκτητος συμπυκνώνει την προαναφερόμενη σχέση «ελεύθερου» και «δούλου» μέσ’ από την απλότητα της ρήσης: «Ου πενία λύπην εργάζεται, αλλά επιθυμία»».
Τα παραπάνω τονίζονται μεταξύ άλλων στην τοποθέτηση του Προκόπη Παυλόπουλου με θέμα τον Επίκτητο και την ελευθερία, στις 15 Δεκεμβρίου 2019, σε Συνέδριο στην Πρέβεζα, για τον μεγάλο Στωικό φιλόσοφο. Εκτιμώντας πως η συγκεκριμένη τοποθέτηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, τα «Παιχνίδια Εξουσίας» προχωρούν στη δημοσίευσή της:
Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
Σας ευχαριστώ θερμώς διότι μου παρέχετε την ευκαιρία να συμμετάσχω σε αυτό το πρωτοποριακό -και κυριολεκτώ- Συνέδριο, το οποίο είναι, κατ’ ουσίαν, αφιερωμένο στην συμβολή του Επικτήτου τόσον ως προς την εξέλιξη της Στωϊκής Φιλοσοφίας, όσο και ως προς την μετ’ αυτόν εξέλιξη της Φιλοσοφικής Σκέψης γενικότερα, με αφετηρία την περί Ελευθερίας σκέψη του. Τα πρωτοποριακά, καθώς ανέφερα, χαρακτηριστικά του Συνεδρίου τούτου καθορίζουν όχι μόνον η θεματική του, αλλά και το γεγονός ότι οργανώνεται, για πρώτη φορά, εδώ, στην Νικόπολη, στον χώρο όπου ο Επίκτητος ίδρυσε την Σχολή του μετά την φυγή του από την Ρώμη. Εύχομαι δε το Συνέδριό σας να καταστεί ένα είδος θεσμού, με την έννοια της επανάληψής του, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, στον ίδιο πάντα χώρο, στην Νικόπολη. Έτσι ώστε η Νικόπολη να καταστεί -το αξίζει άλλωστε- το επίκεντρο του διεθνούς διαλογισμού σε ό,τι αφορά την φιλοσοφική σκέψη του Επικτήτου. Με δεδομένο το γεγονός ότι άλλοι, αρμοδιότεροι εμού, θ’ αναφερθούν κατά την διάρκεια του Συνεδρίου στην εν γένει φιλοσοφική σκέψη του Επικτήτου, επιτρέψατέ μου να επικεντρώσω την ομιλία μου σ’ ένα ειδικότερο ζήτημα, εκείνο της διαχρονικής επικαιρότητας του όλου έργου του Επικτήτου, το οποίο αναφέρεται στην έννοια της Ελευθερίας, με την ελπίδα μάλιστα ότι η επικαιρότητα αυτή συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της σταθερής, μέσα στον χρόνο, αξίας της εν γένει Στωϊκής φιλοσοφικής προσέγγισης του ιδρυτή της Σχολής της Νικόπολης.
I. Αρχίζω με ορισμένα βιογραφικά στοιχεία του Επικτήτου διότι, όπως θα φανεί στην συνέχεια, αυτά μπορούν να καταδείξουν πώς και γιατί η ζωή του είχε ουσιώδη επιρροή στον προσανατολισμό της φιλοσοφικής του πορείας.
Α. Από τις πηγές φαίνεται να προκύπτει ότι ο Επίκτητος γεννήθηκε μεταξύ 50-60 μ.Χ., μάλλον δε το 50 μ.Χ., στην Ιεράπολη της Φρυγίας της Μικράς Ασίας. Γεννήθηκε δούλος, από γονείς δούλους. Τον αγόρασε -κατά τα ήθη της εποχής- ο Επαφρόδιτος, ο οποίος είχε σχέσεις με την αυλή του Νέρωνα. Τα νεανικά του χρόνια κοντά στον Επαφρόδιτο δεν ήταν εύκολα, πλην όμως επέτρεψαν στον Επίκτητο να μαθητεύσει στον ΓάιοΜουσώνιο Ρούφο, τον πιο φημισμένο Στωϊκό φιλόσοφο της εποχής, τουλάχιστον στην Ρώμη. Σε αυτόν λοιπόν, και με σχεδόν αμάχητα ιστορικά τεκμήρια, ανάγονται οι ρίζες της φιλοσοφικής διαπαιδαγώγησης και της μετέπειτα φιλοσοφικής κοσμοθεωρίας του Επικτήτου, πάνω στην βάση του Στωϊκισμού. Επιπλέον δε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός πως ο Επίκτητος έδωσε, στο πλαίσιο του φιλοσοφικού του έργου, τόσο μεγάλη σημασία στην έννοια της Ελευθερίας, οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, και στο ότι πέρασε σημαντική -και, ίσως, την πιο καθοριστική για τον χαρακτήρα του- περίοδο της ζωής του ως δούλος, γνωρίζοντας έτσι καλά τις δραματικές επιπτώσεις της δουλείας στα πρώτα βήματα της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.
Β. Όταν απελευθερώθηκε, έχοντας ήδη δώσει απτά δείγματα γραφής ως προς την περί την Στωϊκή Φιλοσοφία κλίση του, ίδρυσε δική του Σχολή στην Ρώμη. Το όνομα της Σχολής αυτής πήρε, ευθύς εξ αρχής, μεγάλες διαστάσεις, πολλώ μάλλον που η Στωική Φιλοσοφία κυριαρχούσε στους πνευματικούς κύκλους της Ρώμης. Παρά την φήμη του και την επιρροή του στους κύκλους αυτούς, αναγκάσθηκε να φύγει από την Ρώμη, το 93 μ.Χ., λόγω του ότι ο Δομιτιανός ήταν εχθρικός γενικώς απέναντι στους φιλοσόφους της εποχής του και τους οδήγησε, με τα διωκτικά μέτρα που πήρε εναντίον τους, εκτός Ιταλίας. Ο Επίκτητος διάλεξε την απέναντι πλευρά των ιταλικών ακτών και εγκαταστάθηκε στην Νικόπολη, όπου ίδρυσε την νέα Σχολή του. Είναι φανερό ότι ο «αέρας» Ελευθερίας στην Ελλάδα, η οποία με τα μέτρα της εποχής βρισκόταν μακριά από την «πνιγηρή» πνευματικώς ατμόσφαιρα της Ρώμης του Δομιτιανού, άνοιξε ακόμη περισσότερο τους ορίζοντες της Στωϊκής φιλοσοφικής δημιουργίας του Επικτήτου.
Γ. Εδώ, στην Νικόπολη, ο Επίκτητος ολοκλήρωσε την φιλοσοφική του κοσμοθεωρία, οδηγώντας τον Στωϊκισμό, με κύριο άξονα του φιλοσοφικού του διαλογισμού την έννοια της Ελευθερίας, στα όριά του εκείνα, τα οποία του επέτρεψαν να επηρεάσει ουσιωδώς τα μετέπειτα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδίως της Δύσης. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Επικτήτου το διέσωσε ο μαθητής του Φλάβιος Αρριανός, καταγράφοντας τις σκέψεις στα οκτώ βιβλία των «Διατριβών», τις οποίες μάλιστα συνόψισε ύστερα στο «Εγχειρίδιο».
Δ. Για την ακρίβεια, μετά την ολοκληρωμένη διάδοσή της η Στωϊκή Φιλοσοφία του Επικτήτου επέδρασε εμφανώς στους επακολουθήσαντες Νεοπλατωνιστές, ακόμη δε και στους πρώτους Χριστιανούς στοχαστές. Άλλωστε, ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει την συμβολή του Στωϊκισμού -με βάση τον Επίκτητο πάντοτε- ως προς την διαμόρφωση ιδίως εκείνων των στοιχείων της Χριστιανικής Διδασκαλίας, τα οποία αφορούν τον Ανθρωποκεντρισμό της, κατ’ εξοχήν στο πλαίσιο διαχείρισης της προσωπικής Ελευθερίας από τον φορέα της. Με τον ίδιο όμως δυναμισμό, η Στωϊκή φιλοσοφική αντίληψη του Επικτήτου έφθασε έως τον χώρο της σύγχρονης φιλοσοφικής αναζήτησης. Και προς την κατεύθυνση αυτή μαρτυρούν αψευδώς, τα έργα των Ντεκάρτ και Πασκάλ, καθώς και ορισμένα έργα των Μοραλιστών του 17ου και 18ου αιώνα.
II. Όπως είναι ευνόητο, με βάση το θέμα, το οποίο επέλεξα προκειμένου να σας απασχολήσω στο πλαίσιο του Συνεδρίου, κατά κύριο λόγο θ’ αναφερθώ, εφεξής, στην φιλοσοφική σκέψη του Επικτήτου που εκτίθεται στο περί Ελευθερίας κεφάλαιο των «Διατριβών» του. Και τούτο διότι το κεφάλαιο αυτό αρκεί, κατά την γνώμη μου, για ν’ αναδείξει αφενός πόσο επίκαιρη παραμένει, ως τις μέρες μας, η φιλοσοφική θεώρηση του Επικτήτου αναφορικά με την έννοια της Ελευθερίας. Και, αφετέρου, πόσο η ως άνω θεώρηση περί Ελευθερίας διατρέχει το σύνολο του φιλοσοφικού στοχασμού του Επικτήτου.
Α. Σπεύδω, εκ προοιμίου, να διευκρινίσω ότι επισκοπώντας όλο το φιλοσοφικό έργο του Επικτήτου εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα, πως παραμένει πιστός στις αρχέγονες ρίζες του Στωϊκισμού, οι οποίες κυριαρχούνται από τα νοήματα της καρτερίας, της πραότητας και της αποχής. Και μόνον η ρήση του Επικτήτου «ανέχου και απέχου» βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές.
1. Κατά τούτο φαίνεται, λοιπόν, παράδοξο το ότι ο Φιλόσοφος της Νικόπολης αφιέρωσε μεγάλο μέρος της σκέψης του στην διερεύνηση της φύσης της εξουσίας του Ανθρώπου, μέσω της διαχείρισης της ισχύος. Το παράδοξο τούτο «διαλύεται» όταν, με μια πιο ενδελεχή επισκόπηση της σκέψης του Επικτήτου, γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι η ενασχόλησή μας με την εξουσία και την ισχύ δεν επιχειρείται αυτοτελώς. Με την έννοια ότι ο Επίκτητος δεν είχε ως στόχο την perse ανάλυση της πεμπτουσίας της εξουσίας και της ισχύος, αλλά, όλως αντιθέτως, προσέφυγε στην ανάλυση αυτή προκειμένου να ορίσει, μέσω της εξουσίας και της ισχύος, το νόημα -ακριβέστερα δε τα όρια- της Ελευθερίας.
2. Και είναι ακριβώς η κατά τ’ ανωτέρω φιλοσοφική, μεθοδολογική αλλά και ουσιαστική στάση του Επικτήτου, η οποία του επέτρεψε να οδηγήσει, καθώς προανέφερα, τον Στωϊκισμό στην κορύφωσή του. Πραγματικά, όπως εκτίθεται αναλυτικώς στην συνέχεια, ήταν η Στωϊκή θεώρηση της Ελευθερίας, του νοήματός της και των ορίων της από τον Επίκτητο, η οποία επέτρεψε στον Στωϊκισμό -και, άρα, στην σκέψη του Επικτήτου- ν’ ακολουθήσει μια οιονεί «διαδρομή αιωνιότητας», όπως αυτή πέρασε από τον Νεοπλατωνισμό και την Χριστιανική Διδασκαλία για να φθάσει στην σύγχρονη εποχή και να ζωογονεί τον περί Ελευθερίας φιλοσοφικό στοχασμό ως τις μέρες μας. Τολμώ δε να προτείνω ότι αυτή η διαδρομή θα συνεχίσει την πορεία της στο μέλλον, αφού είναι αρρήκτως συνυφασμένη με την φύση και τον προορισμό του Ανθρώπου, κατά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και την τάση του να ζει μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, χτίζοντας «οχυρά» Πολιτισμού, ικανά να υπερασπισθούν την πορεία του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας προς το μέλλον.
Β. Η μέσω της εξουσίας αναζήτηση του νοήματος της Ελευθερίας, κατά τον Επίκτητο, περνά από το συλλογιστικό διάνυσμα που συνδέει την εξουσία με την θέληση του εξουσιάζοντος. Με άλλες λέξεις, ο Επίκτητος θεωρούσε πως η εκ μέρους του Ανθρώπου αναζήτηση της κατάκτησης της εξουσίας και της οριοθέτησης του εύρους της έχει ως κύριο όχημα την θέλησή του, η οποία εκφράζει τις επιθυμίες του και τους επέκεινα στόχους του. Συγκεκριμένα:
1. Κατά τον Επίκτητο, η εξουσία καθενός, τόσο ως προς την κατεύθυνσή της όσο και ως προς το εύρος της, εξαρτάται, σχεδόν αποκλειστικώς, από την ίδια του την θέληση, ειδικότερα δε από το «τι θέλει». Βεβαίως, μόνη η θέληση δεν καθορίζει το όλο μέγεθος της εξουσίας, με την έννοια ότι αναλογεί στην σφαίρα εξουσίας καθενός εκείνο που θέλει, υπό τον αυτονόητο όρο ότι μπορεί και να το κατακτήσει. Και, econtrario και συνακόλουθα, βρίσκεται έξω από την σφαίρα της εξουσίας του εκείνο που θέλει μεν, πλην όμως για διαφόρους λόγους -υποκειμενικούς και, κυρίως, αντικειμενικούς- δεν μπορεί να κατακτήσει. Υπό τα δεδομένα αυτά η εξουσία καθενός καθορίζεται, εν τέλει, από το δίπολο «θέλω και μπορώ».
2. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γυρίσει κανείς πίσω, στην βάση του φιλοσοφικού στοχασμού του Επικτήτου, και για την ακρίβεια στις Στωϊκιστικές της καταβολές:
α) Και τούτο διότι στο επίκεντρο του Στωϊκισμού του Επικτήτου βρίσκεται, εν πάση περιπτώσει, η αναζήτηση της κατάστασης που διασφαλίζει στον Άνθρωπο την κυριαρχία των αισθημάτων της καρτερίας και της πραότητας. Ήτοι της κατάστασης, η οποία σημαίνει απουσία λύπης και στενοχώριας, αφού αυτές είναι ασύμβατες με την φυσική τάση του Ανθρώπου να σκέπτεται και να δημιουργεί κατά την διάρκεια της ζωής του. Κατά τούτο, με βάση την σκέψη του Επικτήτου, «ελεύθερος» μπορεί να είναι εκείνος, ο οποίος έχει την δύναμη ν’ απαλλαγεί από την λύπη και την στενοχώρια, ενώ «δούλος» καταντά εκείνος που είναι οιονεί αιχμάλωτός τους.
β) Με όρους άσκησης εξουσίας μέσω της θέλησης, πάντα κατά τον Επίκτητο, εκείνος, ο οποίος θέλει μόνον αυτό που μπορεί να κατακτήσει και αρκείται σε αυτό, δεν οδηγείται σε καταστάσεις λύπης και στενοχώριας, άρα είναι «ελεύθερος», ως απαλλαγμένος από επιθυμίες και επιδιώξεις που καθίστανται, εκ των πραγμάτων, ανέφικτες. Και, αντιθέτως, εκείνος, ο οποίος θέλει κάτι που δεν μπορεί να κατακτήσει, μη αρκούμενος σε αυτά, τα οποία έχει, δηλαδή εκείνος που επιδιώκει το ανέφικτο, οδηγείται, μοιραίως, σε κατάσταση λύπης και στενοχώριας και, έτσι, καθίσταται «δούλος». Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές ο Επίκτητος συμπυκνώνει την προαναφερόμενη σχέση «ελεύθερου» και «δούλου» μέσ’ από την απλότητα της ρήσης: «Ου πενία λύπην εργάζεται, αλλά επιθυμία».
3. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ο Επίκτητος οδηγείται στο συμπέρασμα ότι δύο είναι, τουλάχιστον κατά βάση, οι δρόμοι προς την Ελευθερία, όταν την αντιμετωπίζουμε στην γενικότητά της και ανεξάρτητα από συγκεκριμένη φιλοσοφική θεώρηση:
α) Ο πρώτος, είναι ο δρόμος της αενάως διευρυνόμενης θέλησης για την απόκτηση της αναγκαίας δύναμης, προς απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων αγαθών. Εδώ η Ελευθερία συνίσταται στην επιλογή του να μην αρκείσαι ποτέ στα όσα έχεις, οπωσδήποτε όμως με τον κίνδυνο του τελικού αδιεξόδου και της τελικής επίγνωσης των επιπτώσεων επιδίωξης του ανέφικτου, άρα των επιπτώσεων της λύπης και της στενοχώριας.
β) Και ο δεύτερος, είναι ο δρόμος του να έχεις την δύναμη του αυτοπεριορισμού στα όσα είναι δυνατό ν’ αποκτήσεις, αποφεύγοντας τις προμνημονευόμενες επιπτώσεις της επιδίωξης του ανέφικτου. Εδώ η Ελευθερία συνίσταται, κατ’ αντιδιαστολή, στην επιλογή του αυτοπεριορισμού -και υπ’ αυτή την έννοια και του αυτοπροσδιορισμού- μέσω της διορατικότητας που διακρίνει μεταξύ εφικτού και ανέφικτου και επιτρέπει την αποφυγή των επιπτώσεων του ανέφικτου.
4. Όπως είναι φανερό, η επιλογή του Επικτήτου, μεταξύ των κατά τ’ ανωτέρω δύο δρόμων Ελευθερίας, είναι, κατά την ουσία της Στωϊκιστικής του τοποθέτησης, ο δεύτερος δρόμος.
α) Πρόκειται για τον δρόμο της Ελευθερίας εκείνης, η οποία συνίσταται στην επίδειξη της δύναμης που απαιτείται για να επιτυγχάνει κανείς την αναχαίτιση της ροπής διαρκούς επιδίωξης απόκτησης περισσότερων αγαθών, ιδίως δε αγαθών, τα οποία δεν είναι εφικτό ν’ αποκτήσει. Αυτή την έννοια της Ελευθερίας ο Επίκτητος συνοψίζει με την ρήση: «Ουδείς ελεύθερος εαυτού μη κρατών».
β) Είναι δε ακριβώς αυτή τη έννοια της Ελευθερίας, η οποία, με δεδομένο το ότι δείχνει την δίοδο αποφυγής του πόνου, της αγωνίας και της αβεβαιότητας, συνακόλουθα δε την δίοδο αποφυγής της λύπης και της στενοχώριας, ανταποκρίνεται πλήρως στις φιλοσοφικές συντεταγμένες του Στωϊκισμού. Δεν θα ήταν δε υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι η κατά τ’ ανωτέρω έννοια της Ελευθερίας αποτελεί, ως προς το συγκεκριμένο αυτό φιλοσοφικό ζήτημα, τον «κολοφώνα» του Στωϊκισμού του Επικτήτου.
III. H επικαιρότητα των προμνημονευόμενων θέσεων του Επικτήτου ως προς την έννοια και τα όρια της Ελευθερίας – επικαιρότητα διαχρονική, η οποία ανταποκρίνεται στο παρόν αλλά παραπέμπει και στο μέλλον- έγκειται, τουλάχιστον κατά βάση, στο ότι εντός του πλαισίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η Ελευθερία συνιστά πραγματική αντηρίδα του Ανθρωποκεντρικού της χαρακτήρα και των Θεσμών της. Πλην όμως, η εν προκειμένω Ελευθερία δεν νοείται άνευ ορίων, και δη των ορίων εκείνων που καθιστούν εφικτή την απόλαυση της Ελευθερίας και εκ μέρους των άλλων, οι οποίοι μετέχουν στο ίδιο κοινωνικό σύνολο που διέπεται κανονιστικώς από την συγκεκριμένη Έννομη Τάξη. Προς την κατεύθυνση αυτή, την έννοια της Ελευθερίας, πάντοτε εντός του πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθορίζουν αλλά και οριοθετούν, μεταξύ άλλων, οι θεμελιώδεις συντεταγμένες του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Η διαφορά, σε σχέση με την κατά τον Επίκτητο έννοια της Ελευθερίας, έγκειται στο ότι εντός του πεδίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ο περιορισμός της Ελευθερίας θεωρείται μεν αυτονόητος, πλην όμως δεν εναπόκειται στην βούληση του φορέα της, αλλά θεσμοθετείται από την ίδια την Έννομη Τάξη, δοθέντος ότι κατά τα δεδομένα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας οι κανόνες δικαίου διέπουν, δεσμευτικώς, όχι μόνο το Δημόσιο αλλά όλα τα μέλη -φυσικά ή νομικά πρόσωπα- του οικείου Κοινωνικού Συνόλου.
Α. Χαρακτηριστικό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ουσίας της επιρροής της περί Ελευθερίας φιλοσοφικής σκέψης του Επικτήτου, εντός του πλαισίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, παρέχει το ισχύον Σύνταγμά μας. Ειδικότερα:
1. Η κατά το ισχύον Σύνταγμα έννοια της Ελευθερίας συνάγεται από τον τρόπο με τον οποίο ο Συντακτικός Νομοθέτης, μέσω συγκεκριμένων γενικών ρητρών και επιμέρους διατάξεων, οριοθέτησε την φιλελεύθερη «ιδεολογία» του Συντάγματος. Οι ρήτρες και οι διατάξεις αυτές συνθέτουν ένα είδος φιλελεύθερου κανονιστικού αμαλγάματος, του οποίου οι συνιστώσες είναι από την μια πλευρά η οικονομία της αγοράς και, από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Μεγάλη σημασία για την καθιέρωση της Ελευθερίας, με την έννοια της ελεύθερης ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, έχουν οι γενικές ρήτρες:
α) Πρώτον, του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την διάταξη του οποίου «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του Ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
β) Και, δεύτερον, του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την διάταξη του οποίου «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη». Είναι προφανές, πως η δεύτερη αυτή γενική ρήτρα λειτουργεί ενισχυτικώς αλλά και συμπληρωματικώς, σε σχέση με την γενική ρήτρα που αφορά την αξία του Ανθρώπου. Και τούτο, διότι ο κυριότερος τρόπος υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου, μέσω της δραστηριοποίησής του εντός του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, επιτυγχάνεται, και δη προνομιακώς, δια της ελεύθερης ανάπτυξης της δραστηριότητάς του στους τομείς της κοινωνικής, της οικονομικής και της πολιτικής ζωής, οι οποίοι απαρτίζουν το σύνολο του πεδίου δράσης κάθε μέλους του Κοινωνικού Συνόλου.
2. Από το ισχύον Σύνταγμα όμως προκύπτουν και οι περιορισμοί εκείνοι, στους οποίους υπόκειται η Ελευθερία κάθε μέλους του Κοινωνικού Συνόλου, ιδίως προκειμένου να καθίσταται δυνατή η απόλαυση της Ελευθερίας -μέσω των επιμέρους Δικαιωμάτων- από τα λοιπά μέλη του ίδιου Κοινωνικού Συνόλου.
α) Πριν απ’ όλα, τους περιορισμούς αυτούς θεσμοθετεί, γενικώς, η προαναφερόμενη πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1, περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία ορίζει ότι η ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας δεν μπορεί να παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη ούτε να προσβάλλει τα Δικαιώματα των άλλων.
β) Τους γενικούς αυτούς περιορισμούς εξειδικεύουν, περαιτέρω, οι ακόλουθες προβλέψεις του άρθρου 25 του Συντάγματος:
β1) Πρωτίστως, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά την οποία «η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται». Ως καταχρηστική δε νοείται, κατά την θεωρία και την νομολογία, εκείνη η άσκηση του Δικαιώματος, η οποία προσανατολίζεται προς κατεύθυνση άλλη από εκείνη, για την οποία το Δικαίωμα έχει θεσμοθετηθεί, ιδίως δε η άσκηση του Δικαιώματος που παρεμποδίζει την άσκηση των Δικαιωμάτων των λοιπών μελών του Κοινωνικού Συνόλου.
β2) Ύστερα, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία «η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη». Όπως είναι φανερό, η ως άνω διάταξη θέτει την Ελευθερία μέσα στο πλαίσιο των θεσμικών προταγμάτων της κοινωνικής προόδου και της Δικαιοσύνης, προσδιορίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τα όρια της Ελευθερίας μέσα στο οικείο Κοινωνικό Σύνολο.
β3) Τέλος, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την οποία «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες του την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Και είναι αυτός ακριβώς ο περιορισμός της Ελευθερίας κατά το Σύνταγμα, ο οποίος υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η άσκηση της Ελευθερίας δεν νοείται θεσμικώς -ήτοι στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- παρά μόνον όταν η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν προκαλεί ρήγματα στην κοινωνική συνοχή και στον κοινωνικό ιστό. Εγγυητής δε της τήρησης αυτών των ορίων της Ελευθερίας είναι, εν τέλει, το Κράτος, πάντα όμως υπό το πνεύμα του σεβασμού της θεμελιώδους αρχής περί του φιλελεύθερου χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Β. Από την ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται ότι η επικαιρότητα της περί Ελευθερίας σκέψης του Επικτήτου προκύπτει, αβιάστως, μέσ’ από την σύγχρονη σύλληψη της Ελευθερίας στο φιλοσοφικό εκείνο επίπεδο, το οποίο όμως λαμβάνει υπόψη του -όπως είναι, άλλωστε, επιβεβλημένο, αφού από μόνη της η θεωρία, δίχως την επαφή της με τα στοιχειώδη θεσμικά δεδομένα της εποχής, χάνει την ανταπόκρισή της προς την πραγματικότητα και, συνακόλουθα, την πρακτική της αξία -τους εκάστοτε ισχύοντες κανόνες δικαίου, μέσω των οποίων οργανώνεται η λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι, όπως συνεπάγεται από την ανάλυση που προηγήθηκε, η σχέση μεταξύ Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και Ελευθερίας είναι και ευθεία και άρρηκτη, θεσμικώς και πολιτικώς. Αυτή η έννοια της Ελευθερίας οφείλει, εν πολλοίς, στην σκέψη του Επικτήτου και τα εξής συστατικά της στοιχεία:
1. Η ουσία της Ελευθερίας, ως μέσου υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το βαθύτερο νόημά της πραγματώνεται όχι μόνον όταν ο φορέας της την υπερασπίζεται αλλά -και μάλιστα κυρίως- και όταν την υπηρετεί, από την στιγμή που την έχει κατακτήσει, μέσ’ από την θεσμική υπέρ αυτού κατοχύρωσή της. Την αλήθεια του συμπεράσματος αυτού αποδεικνύει, σε θεσμικό επίπεδο και μεταξύ άλλων, η παραδοχή ότι, πάντοτε στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κάθε Δικαίωμα έχει μικτό χαρακτήρα, τον οποίο συνθέτουν από την μια πλευρά το σύνολο των δυνατοτήτων που απορρέουν από το Δικαίωμα υπέρ του φορέα του και, από την άλλη πλευρά, το σύνολο των υποχρεώσεων που του αναλογούν, όταν ασκεί το Δικαίωμα έναντι των λοιπών μελών του Κοινωνικού Συνόλου. Αυτά τα χαρακτηριστικά της Ελευθερίας αναδεικνύουν το ότι, κατά την πεμπτουσία της, έχει όρια, η μη τήρηση των οποίων οδηγεί, μοιραίως, στην αναίρεσή της. Με άλλες λέξεις, η «απόλυτη» Ελευθερία οδηγεί, μοιραίως, στην νομιμοποίηση ενός είδους «δουλείας», λόγω του ότι η «απόλυτη» άσκησή της από τον «ισχυρό» στερεί την αντίστοιχη άσκησή της από τον ασθενέστερο, οικονομικώς ή άλλως.
2. Και, εν κατακλείδι, από την ως άνω σειρά συλλογισμών προκύπτει πως το «αέτωμα», θεσμικό και πολιτικό, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στηρίζουν δύο, κατά βάση, κίονες: Η Ελευθερία και η Δικαιοσύνη:
α) Η μεν Ελευθερία, ως μέσο υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και διασφάλισης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Η δε Δικαιοσύνη, ως μέσο υπεράσπισης του Ανθρώπου εναντίον κάθε μορφής αυθαιρεσίας.
β) Όπως είναι ευνόητο, Ελευθερία και Δικαιοσύνη πρέπει να συνυπάρχουν και να συλλειτουργούν, προκειμένου το όλο οικοδόμημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας να διατηρεί τη θεσμική και πολιτική του «στατικότητα». Διότι η Ελευθερία χωρίς Δικαιοσύνη οδηγεί σ’ ένα είδος «τυραννίας», ενώ η Δικαιοσύνη χωρίς Ελευθερία καταλήγει να είναι ένα είδος «δεσμωτηρίου».
Πιστεύω ότι, γυρίζοντας πίσω στον χρόνο και ανακαλώντας στην μνήμη μας την σκέψη του Επικτήτου περί Ελευθερίας, μένουμε πιστοί στις αρχές και στις αξίες της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας, επέκεινα δε στις αρχές και στις αξίες της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Τούτο προκύπτει από τον ίδιο τον Ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας, δοθέντος ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος υπεράσπισης του Ανθρώπου είναι, εν τέλει, η υπεράσπιση της Ελευθερίας του, πάντοτε με τα χαρακτηριστικά που αυτή έχει, όπως ήδη εκτέθηκε, στο πλαίσιο της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Ας αναλογισθούμε, επιπλέον, ότι μια τέτοια σύλληψη της Ελευθερίας είναι τόσο περισσότερο επιτακτική για την θωράκιση της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας, όσο στην εποχή μας ο Άνθρωπος χειμάζεται δεινώς, και μάλιστα σε πλανητικό επίπεδο, ιδίως λόγω της ραγδαίας υποχώρησης των πανανθρώπινων αγαθών της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, υφ’ όλες τις διαστάσεις τους. Ας μην ξεχνάμε, επιπλέον, ότι η αποστολή της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας δεν εξαντλείται στην υπεράσπιση όσων μετέχουμε στα οικεία Κοινωνικά Σύνολα επιρροής τους. Η αποστολή τους υπερβαίνει τα όρια αυτά και παίρνει πλανητικές διαστάσεις, τις διαστάσεις υπεράσπισης του κάθε Ανθρώπου, ανεξαρτήτως από τα επιμέρους χαρακτηριστικά του. Κατά τούτο, η αποστολή της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας είναι Οικουμενική, δίχως -σε καμία περίπτωση- να διεκδικούμε την μονοπώληση της ευαισθησίας υπέρ του Ανθρώπου, ούτε να εμφορούμεθα από κάποιο αίσθημα -ανώφελο και καταστροφικό συνάμα- δημοκρατικής ή πολιτισμικής υπεροχής. Διότι κατά τις επιταγές της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας, η υπεράσπιση του Ανθρώπου, εν γένει, δεν είναι προνόμιο αλλά Χρέος.